ἑψητής
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who smelts ore, Agatharch.28.
German (Pape)
[Seite 1132] ὁ, der Kochende, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑψητής: -οῦ, ὁ βράζων, Ἀγαθαρχ. παρὰ Φωτ., Βασιλ.
Greek Monolingual
ἑψητής, ὁ (Α) ἕψω
1. αυτός που βράζει κάτι, που μαγειρεύει, ο ψήστης
2. αυτός που λειώνει με μεταλλεύματα.