ἔνακμος
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
ἔνακμον, = ἐν ἀκμῇ, in full bloom or strength, Poll.2.10.
Spanish (DGE)
-ον
que está en pleno vigor, en su madurez ὕλη Thphr.HP 5.9.2
•que está en la madurez, en la flor de la edad de pers., Poll.2.10.
German (Pape)
[Seite 825] in Blüte, Kraft stehend, Poll. 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνακμος: ον = ἐν ἀκμῇ, Πολυδ. Β΄, 10.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔνακμος, -ον)
αυτός που βρίσκεται σε πλήρη ακμή, σε πλήρη άνθηση ή δύναμη, ακμαίος.