ἔρις

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρις Medium diacritics: ἔρις Low diacritics: έρις Capitals: ΕΡΙΣ
Transliteration A: éris Transliteration B: eris Transliteration C: eris Beta Code: e)/ris

English (LSJ)

(A), ἔριδος, ἡ, acc.
A ἔριν Od.3.136, etc.; also ἔριδα, usually in Ep.: pl. ἔριδες, later ἔρεις Ep.Tit.3.9, etc.: —strife, quarrel, contention:
I in Il., mostly of battle-strife, αἰεὶ γάρ τοι ἔ. τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε 1.177; μεμαυῖ' ἔριδος καὶ ἀϋτῆς 5.732, cf. 13.358; κακὴ ἔ. 3.7; ἔ. πτολέμοιο 14.389, al.; reversely, ἔριδος νεῖκος 17.384; ἔριδα ξυνάγοντες Ἄρηος 5.861; ἔριδι or ἐξ ἔριδος μάχεσθαι, 1.8, 7.111; ἔριδι ξυνιέναι 20.66, 21.390; later, τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν Pi.N.8.51; ἔρις ἐνόπλιος Gorg.Fr.6 D.
II generally, quarrel, strife, ἔρις θυμοβόρος Il.20.253, etc.: less freq. in plural, ἔριδας καὶ νείκεα ib.251: freq. of political or domestic discord, φόνοι, στάσεις, ἔρις, μάχαι S.OC1234 (lyr.); ἔριδες, νείκη, στάσις,..πόλεμος Ar.Th.788; ἔριδος ἀγών S.Aj. 1163 (anap.); ὅταν φίλοι φίλοισι συμβάλωσ' ἔριν E.Med.521; ἔριν περί τινος ἐκφυγεῖν Pl.Lg.736c; λύειν, κατασβέσαι, E.Ph.81, S.OC422; γενέσθαι ἔριν πρὸς σφᾶς αὐτούς Th.6.31: with Preps., ἐς ἔριν ἐλθεῖν τινι Hdt.9.33, cf. Ar.Ra.877 (hex.); ἀφῖχθαι, ἐμπεσεῖν, E.IA319 (troch.), 377; ἐν πολλῇ ἔριδι εἶναι Th.2.21; ἐν ἔριδι εἶναι πρὸς ἀλλήλους Id.6.35; ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος δι' ἐρίδων ἦν Plu.Caes.33: c. inf., εἰσῆλθε τοῖν τρὶς ἀθλίοιν ἔρις..ἀρχῆς λαβέσθαι S.OC372.
2 wordy wrangling, disputation, ἐκ τῆς ἔριδος..ἐμάχοντο Hdt.1.82; κοινῶν λόγων δώσοντες ἀλλήλοις ἔριν E.Ba.715; ἐγένετο ἔρις τοῖς ἀνθρώποις μὴ λοιμὸν ὠνομάσθαι ἀλλὰ λιμόν Th.2.54; ἦν ἔρις καὶ ἄγνοια εἴτε.. Id.3.111; μεστὸς ἐρίδων καὶ δοξοσοφίας Pl.Phlb.49a, cf.Ti.88a; ἡ περὶ τὰς ἔριδας φιλοσοφία Isoc.10.6; ἔριδος ἕνεκα Pl.Sph.237b; cf. ἐριστικός.
III Personified, Ἔρις = Eris, a goddess who excites to war, Ἔρις κρατερή Il.20.48; ἐν δ' Ἔ. ἐν δὲ Κυδοιμὸς ὁμίλεον, ἐν δ' ὀλοὴ Κήρ 18.535; Νὺξ..Ἔριν τέκε καρτερόθυμον Hes.Th.225: hence, as goddess of Discord, at the marriage of Peleus and Thetis, Coluth.39, al.
2 as a principle of nature, πάντα κατ' ἔριν γίνεσθαι Heraclit.8: pl., Emp.124.2.
IV contention, rivalry, freq. in Od., ἔργοιο in work, 18.366; ὅς τις ἔριδα προφέρηται ἀέθλων for prizes, 8.210; ἔρις χερσὶ γένηται 18.13; ἔριδα προφέρουσαι in eager rivalry, 6.92; ἔριν στήσαντες ἐν ὑμῖν 16.292: in later Poets, contest, καλλονᾶς, μελῳδίας, E.IA1308, Rh.923; ὅπλων ἔριν ἔθηκε συμμάχοις Id.Hel.100; ἔριν ἔχειν ἀμφὶ μουσικῇ Hdt.6.129; Ἥρᾳ Παλλάδι τ' ἔριν μορφᾶς ἁ Κύπρις ἔσχεν E.IA183; ἔριν ἐμβάλλειν τισὶ πρὸς ἀλλήλους ὅπως.. X.Cyr.6.2.4; εἰς ἔριν ὁρμᾶσθαι ταύτης τῆς μάχης πρὸς τοὺς πεπαιδευμένους ib.2.3.15; εἰς ἔριν συμβάλλειν τινὰς περὶ ἀρετῆς Id.Lac.4.2; κατ' ἔριν τὴν Ἀθηναίων out of rivalry with.., Hdt.5.88, cf. Pl.Criti.109b; ἔβα Πινδάροιο (leg. -οι) ποτ' ἔριν Corinn. 21; Διὸς βρονταῖσιν εἰς ἔριν κτυπῶν in rivalry with.., E.Cyc.328; in good sense, ἔρις ἀγαθῶν A.Eu.975 (lyr.), cf. Hes.Op.24.

(B), = ἶρις, Att., acc. to Hsch. s.v. ἔριδας.

German (Pape)

[Seite 1030] ἔριδος, ἡ, der Streit, Zank, die Uneinigkeit, bei Hom. vom eigentlichen Kampfe, ὦρτο δ' ἔρις κρατερὴ λαοσσόος Il. 20, 48, αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη, πόλεμοί τε μάχαι τε 5, 891; μήπως ἔριν στήσαντες ἐν ὑμῖν ἀλλήλους τρώσητε, Streit anfangend, Od. 16, 292; ἔρις πτολέμοιο Il. 14, 389; ἔριδα ξυνάγοντες Ἄρηος 5, 861; νεῖκος ἔριδος 17, 384; πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν Pind. N. 8 extr. Vgl. noch ἔριδι u. ἐξ ἔριδος μάχεσθαι, Il. 1, 8. 7, 111; ἔριδι ξυνιέναι, in Streit kommen, kämpfen, 20, 66; ἔριδι ξυνελαύνειν θεούς, sie im Kampf zusammenhetzen, ibd. 134; ἔριδα ῥήγνυντο, sie theilten den Kampf, so daß auf mehreren Stellen zugleich gefochten ward; ἔριν συμβάλλειν, λύειν, Eur. Med. 521 Phoen. 81; αἱματόεσσα, αἱματηρά, Aesch. Ag. 682 Ch. 467; κατασβέσαι ἔριν Soph. O. C. 423, der φόνοι, στάσις, ἔρις, μάχαι vrbdí, 1235; ἔσται μεγάλης ἔριδός τις ἀγών Ai. 1142; εἰς ἔριν ἐλθεῖν, in Streit geraten, Ar. Ran. 877; ἐμπίπτειν εἰς ἔριν Eur. I. A. 377; εἰς ἔριν ἀφικνεῖσθαί τινι 319; ἐν πολλῇ ἔριδι ἦσαν Thuc. 2, 21; πρὸς ἀλλήλους 6, 35; ἐγένετο ἔρις ἀνθρώποις, mit folgendem μή c. inf., 2, 54; ἔρις καὶ μάχη Plat. Hipp. mai. 294 d; ἔριν ἔχειν Legg. V, 736 c; οὐ κατ' ἔριν, nicht im Streit, Critia. 109 b; ἔριδος ἕνεκα, aus Streitsucht, Soph. 237 b; ἔριδι, οὐ διαλέκτῳ πρὸς ἀλλήλους χρώμενοι Rep. V, 454 a, Wort streit, Wortgezänk, im Gegensatz des eigentlichen Disputirens, u. so oft Plut. u. a. Sp. Vgl. noch ἦν πολλὴ ἔρις καὶ ἄγνοια εἴτε Ἀμπρακιώτης τίς ἐστιν εἴτε Πελοποννήσιος, Thuc. 3, 11; ἔριν λόγων διδόναι ἀλλήλοις, Wechselgespräch unter einander anknüpfen, Eur. Bacch. 715; – ἔριδες, Streitigkeiten, Zänkereien, ὅς με μετ' ἀπρήκτους ἔριδας καὶ νείκεα βάλλει Il. 2, 376; Ar. Th. 788; μεστὸν ἐρίδων Plat. Phil. 49 a; ἀπὸ τῶν ἰδιωτικῶν ἐρίδων χρηματιζόμενος Soph. 225 e; δι' ἐρίδων εἶναί τινι, mit Einem im Streit liegen, Plut. Cass. 23. – Bes. auch Wettkampf, Wettstreit, Wetteifer, ἔρις ἔργοιο, ἀέθλων, Wetteifer in der Arbeit, um die Kampfpreise, Od. 8, 210. 18, 366; ἔριδα προφέρειν, π ροφέρεσθαι, wetteifern, 6, 92; ἔριν στῆσαι ἔν τισι, 16, 292. 19, 11; Hes. O. 11 sqq. unterscheidet den Wettstreit im Guten u. den bösen Streit; χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων Pind. N. 10, 72; νικᾷ δ' ἀγαθῶν ἔρις ἡμετέρα διὰ παντός Aesch. Eum. 932; Suppl. 635; Διὸς βρονταῖσιν εἰς ἔριν κτυπεῖν, mit dem Donner des Zeus um die Wette krachen, Eur. Cycl. 328; ὅπλων, καλλονᾶς, Hel. 100. 1307; ἀμφί τινι, Her. 6, 129; κατ' ἔριν τῶν Αθηναίων, aus Wettstreit, Rivalität mit den Athenern, 5, 88; τοῖς ἀρίστοις οἱ ἀγῶνες οὗτοι πρὸς ἀλλήλους καὶ ἔριδας καὶ φιλονεικίας ἐνέβαλλον, erregten Wetteifer unter ihnen, Xen. Cyr. 8, 2, 26; τοὺς ἡβῶντας εἰς ἔριν συμβάλλειν περὶ ἀρετῆς Lac. 4, 2; εἰς ἔριν μάχης πρὸς τοὺς πεπαιδευμένους ὁρμᾶσθαι, um die Wette mit den Gebildeten in den Kampf eilen, Cyr. 2, 3, 15. – Über die personificirte Ἔρις s. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) ; acc. ιν;
1 querelle à main armée, lutte, combat : ἔρις πτολέμοιο IL ou ἔρις μάχης XÉN querelle que l'on vide par un combat ; ἔριδα ξυνάγειν Ἄρηος IL engager un combat ; ἔριδι μάχεσθαι IL ou ἐξ ἔριδος μάχεσθαι IL combattre par suite d'une querelle;
2 querelle, discorde, contestation : ἐς ἔριν ἐλθεῖν τινι HDT, δι' ἐρίδων εἶναί τινι PLUT en arriver à se quereller avec qqn;
3 rivalité en gén. : τινος, ἀμφί τινι, au sujet de qch ; κατ' ἔριν τινός HDT en rivalité avec qqn ; ἔριν ἐμβάλλειν τισὶ πρὸς ἀλλήλους XÉN provoquer la rivalité de plusieurs personnes les unes contre les autres ; en b. part émulation : τινὰς εἰς ἔριν συμβάλλειν περί τινος XÉN exciter l'émulation de qqes personnes pour qch.
Étymologie: apparenté à ἐρεθίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἔρις: ἔριδος ἡ (acc. ιν и ιδα)
1 схватка, борьба, бой: ἔ. πτολέμοιο Hom. и ἔ. μάχης Xen. вооруженная схватка; ἔριδι или ἐξ ἔριδος μάχεσθαι, тж. ἔριδα ξυνάγειν Ἄρηος Hom. вступить в бой, начать сражение;
2 ссора, спор, раздор, вражда (ἔριν συμβάλλειν τινί Eur.): εἰς ἔριν ἐμπίπτειν или ἀφικνεῖσθαι Eur. и ἐλθεῖν Arph. начать спор, ввязаться в ссору; κατ᾽ ἔριν Plat. в порядке спора, через раздоры; ἐν πολλῇ πρὸς ἀλλήλους ἔριδι εἶναι Thuc. сильно враждовать между собой;
3 соперничество, состязание: ἔ. ἔργοιο Hom. соревнование в труде; ἔ. χερσί Hom. состязание в силе рук; κατ᾽ ἔριν τὴν Ἀθηναίων Her. из-за соперничества с афинянами; τινὰς εἰς ἔριν συμβάλλειν Xen. возбудить соревнование между кем-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρις: ἔρῐδος, ἡ, αἰτ, ἔριν καὶ ἔριδα, ἐξ ὧν ἡ αἰτ. ἔριν εἶναιδόκιμος Ἀττ. τύπος, ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ὁμ. (Ὀδ. Γ. 136, 161, Π. 292, Τ. 11), ὅστις ὅμως προτιμᾷ τὸν ἀρχαιότερον τύπον ἔριδα: πληθ. ἔριδες, ἐν τῇ Κ. Διαθ. καὶ ἔρεις (Ἐπιστ. Β΄ πρὸς Κορ. ιβ΄, 20, κ. ἀλλ.) (ἴδε ἐρίζω). Ἔρις, φιλονεικία, διένεξις, «μάλλωμα», συχνάκις μετὰ τινος ἐννοίας ἀνταγωνισμοῦ καὶ ἁμίλλης. Ι. ἐν τῇ Ἰλ. κατὰ τὸ πλεῖστον τίθεται ὁμοῦ μετὰ τῶν λέξεων πόλεμος, μάχη καὶ τῶν τοιούτων, αἰεὶ γὰρ τοι ἔρις τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε Α. 177, Ε. 891· μεμαυῖ’ ἔριδος καὶ ἀϋτῆς Ε. 732, πρβλ. Ν. 358· στενώτερον ὁριζομένη δι’ ἐπιθέτου, ἔρις κακή, κρατερή, θυμοβόρος Ἰλ. Γ. 7, Υ. 48, κτλ.· ἢ διὰ γέν., ἐρὶς πτολέμοιο, Ξ. 389, κτλ.· καὶ τἀνάπαλιν, νεῖκος ἔριδος Ρ. 384 (οὕτω καὶ εἰς ἔριν μάχης Ξεν. Κύρ. 2. 3, 15)· ὡσαύτως, ἔριδα ξυνάγοντες Ἄρηος Ε. 861· ἔριδι ἢ ἐξ ἔριδος μάχεσθαι Α. 8, Η. 111· ἔριδι ξυνιέναι Υ. 66, Φ. 390· θεοὺς ἔριδι ξυνελάσσαι Υ. 134 ἐν δ’ αὐτοῖς ἔριδα ῥήγνυντο βαρεῖαν, ἤγειρον φοβερὰν μάχην, Υ. 55: - οὕτω καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, πρβλ. Πινδ. Ν. 3. 87, κτλ.: ἐν Αἰσχύλ. Ἐπτ. ἐπὶ Θήβ. 429, τὸ χωρίον οὐδὲ τἄν Διὸς ἔριν πέδοι σκήψασαν, φαίνεται νὰ σημαίνῃ τὴν ἐναντίωσιν τοῦ Διὸς μεταβιβαζομένην εἰς τὴν γῆν ἐν ἀστραπαῖς: - παρ’ Ὁμ. σπανίως ἐν τῷ πληθ, ἔριδας καὶ νείκεα Ἰλ. Β 376, Υ. 251. II. ἐν τῇ Ὀδ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἁμίλλης, ἀνταγωνισμοῦ, ἄφρων δὴ κεῑνὸς γε καὶ οὐτιδανὸς πέλει ἀνήρ, ὅστις ξεινοδόκῳ ἔριδα προφέρηται ἀέθλων Θ. 210· εἰ γὰρ νῶϊν ἔρις ἔργοιο γένοιτο ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ Σ. 366· ὡσαύτως, ἔρις χερσὶ Σ. 13· ἔριδα προφέρουσαι, ἐν προθύμῳ ἁμίλλη, Ζ. 92· ἔριν στῆσαι ἐν τινι Π. 292, Τ. 11: - ὁ Ἡσίοδ. διακρίνει καλὴν καὶ κακὴν ἔριν, Ἔργ. κ. Ἡμ. 11 κἑξ., πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 975: - οὕτω παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς σχεδὸν ὡς τὸ ἀγών, ἅμιλλα, καλλονᾶς, μελῳδίας Εὐρ. Ι. Α. 1308, κτλ.· ὅπλων ἔριν ἔθηκε συμμάχοις ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 100· ἔριν ἔχειν ἀμφὶ μουσικῇ Ἡροδ. 6. 129· Ἥρᾳ Παλλάδι τ’ ἔριν μορφᾶς ἁ Κύπρις ἔσχεν Εὐρ. Ι. Α. 183· ἔριν ἐμβάλλειν τισὶ πρὸς ἀλλήλους Ξεν. Κύρ. 6. 2, 4, πρβλ. 8. 2, 26· εἰς ἔριν συμβάλλειν τινάς, περὶ τινος, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 4, 2· κατ’ ἔριν τῶν Ἀθηναίων, ἐξ ἀντιζηλίας πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, Ἡρόδ. 5. 88, πρβλ. Κόρινναν 21· Διὸς βρονταῖς ἐς ἔριν, εἰς ἅμιλλαν πρὸς τὰς τοῦ Διὸς βροντάς, Εὐρ. Κύκλ. 328: - ὡσαύτως, τὸ ἀντικείμενον τῆς ἁμίλλης, Ἀνθ. Π. 6. 286· ἀλλ’ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 975, ἔρις ἀγαθῶν σημαίνει ζῆλον, ἅμιλλαν ὑπὲρ τοῦ ἀγαθοῦ, χάριν τοῦ βελτίστου. III. μεθ’ Ὅμ., ἐπὶ πολιτικῶν καὶ οἰκογενειακῶν διχονοιῶν, κτλ., φόνοι, στάσεις, ἔρις, μάχαι Σοφ. Ἀντ. 1234· ἔριδες, νείκη, στάσις,... πόλεμος Ἀριστοφ. Θεσμ. 788· ἔριδος ἀγὼν Σοφ. Αἴ. 1163· ἔριν συμβάλλειν τινὶ Εὐρ. Μήδ. 521· ἐκφεύγειν Πλάτ. Νόμ. 736C· λύειν, κατασβέσαι Εὐρ. Φοίν. 81, Σοφ. Ο. Κ. 422· γίγνεται ἔρις πρὸς τινα Θουκ. 6. 31· μετὰ προθέσ., ἐς ἔριν ἐλθεῖν τινι Ἡρόδ. 9. 33, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 877· ἀφικέσθαι, ἐμπίπτειν εἰς ἔριν Εὐρ. Ι. Α. 319, 377· ἐν ἔριδι εἶναι Θουκ. 2. 21· πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. 6. 35· δι’ ἐρίδων γίγνεσθαι Πλάτ. Τίμ. 88Α· δι’ ἐρ. ἰέναι τινὶ Πλουτ. Καῖσ. 33· κατ’ ἔριν πλάτ. Κριτί. 109Β· ἔριδος ἕνεκα ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 237Β· μετ’ ἀπαρ., εἰσῆλθε τοῖν τρισαθλίοιν ἔρις..., ἀρχῆς λαβέσθαι Σοφ. Ο. Κ. 372. 2) λογομαχία, φιλονεικία, ἐκ τῆς ἔριδος… ἐμάχοντο Ἡρόδ. 1. 82· ἔριν λόγων διδόναι ἀλλήλοις Εὐρ. Βάκχ. 715· ἔρις ἐγένετο τοῑς ἀνθρώποις μὴ λοιμὸν ὠνομάσθαι ἀλλά…, Θουκ. 2. 54· ἔρις ἦν εἴτε..., ὁ αὐτ. 3. 11· μεστὸς ἐρίδων Πλάτ. Φίλ. 49Α· ἢ περὶ τὰς ἔριδας φιλοσοφία Ἰσοκρ. 209Β· συχνάκις οὕτω παρὰ Πλάτ., πρβλ. ἐριστικός. IV. ὡς κύριον ὄνομα, ἡ Ἔρις, ἡ θεὰ ἡ κινοῦσα εἰς πόλεμον, Ἰλ. Λ. 73· ἀδελφὴ καὶ σύντροφος τοῦ Ἄρεως, Δ. 440· τίθεται ἐν συνδυασμῷ μετὰ τοῦ Κυδοιμὸς καὶ Κήρ, ἐν δ’ Ἔρις, ἐν δὲ Κυδοιμὸς ὁμίλεον, ἐν δ’ ὁλοὴ Κὴρ Σ. 535· κατὰ τὸν Ἡσ. ἐν Θ. 225, ἦν θυγάτηρ τῆς Νυκτός· ἡ παρὰ Οὐεργιλίῳ Discordia. 2) παρὰ μεταγεν. Μυθολόγοις ἦτο ἡ θεά, ἤτις ὡς μὴ προσκληθεῖσα εἰς τοὺς γάμους τοῦ Πηλέως καὶ τῆς Θέτιδος ἐπήνεγκε τὸν Τρωϊκὸν πόλεμον, Κόλουθος ἐν Ἑλ. Ἁρπ. 37 κἑξ.· τῆς διηγήσεως ταύτης τὰ σπέρματα εὕρηνται ἐν Ἰλ. Ω. 62 (εἰ τὸ χωρίον γνήσιον).

English (Autenrieth)

acc. ἔριδα and ἔριν: strife, contention, rivalry, Il. 1.8, Il. 7.210; ἔριδα προφέρουσαι, ‘putting forth rivalry,’ ‘vying with one another’ in speed, Od. 6.92; ἔριδά τινι προφέρεσθαι ἀέθλων, ‘challenge one to a contest for prizes,’ Od. 8.210; ἐξ ἔριδος, ‘in rivalry,’ Il. 8.111, Od. 4.343.—Personified, Ἔρις, Discord, Il. 11.73 . Ἔρῖς, Il. 4.440.

English (Slater)

ἔρῐς (ἔρις, ἔριδα, ἔριν.) struggle πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν (N. 8.51) χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων (i. e. ἡ πρὸς τοὺς κρείττονας ἔρις. Σ.) (N. 10.72) met., οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι, ῥήματα πλέκων he would vie in praising met. from wrestling (N. 4.93) frag., ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ ]λος τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον Παρθ. 2. 63.

English (Strong)

of uncertain affinity; a quarrel, i.e. (by implication) wrangling: contention, debate, strife, variance.

English (Thayer)

ἔριδος, ἡ, accusative ἔριν (ἔριδες (ἐρεῖς (R G Tr text; R G WH marginal reading); R G L Tr); see (WH s Appendix, p. 157); Lob. ad Phryn., p. 326; Matthiae, § 80 note 8; Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr., p. 191 f; (Winer's Grammar, 65 (63); Buttmann, 24 (22))); contention, strife, wrangling: Homer down.)

Greek Monotonic

ἔρις: -ιδος, ἡ, αιτ. ἔριν και ἔριδα· πληθ. ἔριδες, έπειτα ἔρεις· διαμάχη, φιλονικία, τσακωμός, αντιπαράθεση·
I. στην Ομήρ. Ιλ., λέγεται περισσότερο για τις μονομαχίες του πολέμου, ἔριδι ή ἐξ ἔριδος μάχεσθαι· ἔριδι ξυνιέναι· θεοὺς ἔριδι ξυνελάσσαι, τους βάζει σε διχόνοια κ.λπ.
II. στην Ομήρ. Οδ., λέγεται κυρίως για ανταγωνισμό, άμιλλα, φιλονικία, διαφωνία, ἔργοιο, στη δουλειά· ἀέθλων, λέγεται για βραβεία κ.λπ.· έπειτα, περισσότερο όπως το ἀγών, διαγωνισμός, ἔριν ἔχειν ἀμφὶ μουσικῇ, σε Ηρόδ.· ἔρις ἀγαθῶν, ζήλος, άμιλλα για το αγαθό, σε Αισχύλ.
III. μετά τον Όμηρο, λέγεται για πολιτικές ή ιδιωτικές διαμάχες, διαφωνίες, διχογνωμίες, αντιπαραθέσεις, σε Ηρόδ., Αττ.
IV.ως κύριο όνομα, Έριδα, θεότητα που προκαλεί τον πόλεμο, αδελφή και σύντροφος του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

-ιδος
Grammatical information: f.
Meaning: strife, quarrel, contention (Il.; on the meaning in Hom. Trümpy Fachausdrücke 139ff.; on Ἔρις and Δίκη in Hes. Kühn Würzb. Jb. 1947: 2, 259ff.).
Other forms: acc. also -ιν
Compounds: As 2. member in δύσ-ερις (Att.), also with compositional lengthening δύσ-ηρις (Pi.) creating unhappy struggle.
Derivatives: Denomin. verbs. ἐρίζω fight, wrangle, quarrel (Il.; from *ἐρί-ω enlarged? Schwyzer 735 n. 4; s. also below) with ἔρισμα struggle =- object of the struggle (Δ 38; cf. Porzig Satzinhalte 187), ἐρισμός id. (Timo), ἐριστικός quarrelsome (Pl., Arist.), ἐριστής quarreler (LXX Ps. 138 [139], 20; v.l.). ἐριδαίνω id. (Il.; only present beside unclear ἐριδήσασθαι Ψ 792; cf. Schwyzer 733 w. n. 1, Chantraine Gramm. hom. 1, 416). ἐριδμαίνω provoke, irritate (Π 260), = ἐριδαίνω (hell.); after the verbs in -μ-αίνω like πημ-αίνω; Schwyzer 724.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Because of the PN Ἀμφ-, Ἀν-ήρι-τος (Bechtel Namenstud. 7; also -ιστος) ἔρις must be an orig. ι-stem; therefore not to ἐρείδω prop, support (Schwyzer 464 w. n. 4). Not to ὀρίνω, ἐρέθω, Ἐρινύς (s. vv.), for which there is no indication. Hardly to Skt. ári-, arí- m. enemy (?) etc.

Middle Liddell

ἔρις, ιδος
strife, quarrel, debate, contention:
I. in Il. mostly of battle-strife, ἔριδι or ἐξ ἔριδος μάχεσθαι; ἔριδι ξυνιέναι to meet in battle; θεοὺς ἔριδι ξυνελάσσαι to set them a-fighting, etc.
II. in Od. mostly of contention, rivalry, ἔργοιο in work; ἀέθλων for prizes, etc.:—later much like ἀγών, a contest, ἔριν ἔχειν ἀμφὶ μουσικῇ Hdt.; ἔρις ἀγαθῶν zeal for good, Aesch.
III. after Hom. of political or domestic strife, discord, quarrel, wrangling, disputation, Hdt., Attic
IV. as pr. nom. Eris, a goddess who excites to war, sister and companion of Ares, Il.

Frisk Etymology German

ἔρις: -ιδος, -ιδα und -ιν
{éris}
Grammar: f.
Meaning: Streit, Zank, Kampf, Wetteifer (seit Il.; zur Bedeutung bei Hom. Trümpy Fachausdrücke 139ff.; zu Ἔρις und Δίκη bei Hes. Kühn Würzb. Jb. 1947: 2, 259ff.).
Composita: Als Hinterglied in δύσερις (att. usw.), auch mit Kompositionsdehnung δύσηρις (Pi. u. a.) unglücklichen Streit erzeugend, streitsüchtig.
Derivative: Denominative Verba. 1. ἐρίζω streiten, zanken, wetteifern (seit Il.; aus *ἐρίω erweitert? Schwyzer 735 A. 4; s. auch unten) mit ἔρισμα Streit =- Gegenstand des Streites (Δ 38; vgl. Porzig Satzinhalte 187), ἐρισμός ib. (Timo), ἐριστικός streitsüchtig, zum Disputieren geneigt (Pl., Arist. usw.), ἐριστής Zänker (LXX Ps. 138 [139], 20; v.l.). 2. ἐριδαίνω ib. (ep. seit Il.; nur Präsens bis auf das unklare ἐριδήσασθαι Ψ 792; vgl. dazu Schwyzer 733 m. A. 1 und Lit., Chantraine Gramm. hom. 1, 416). 3. ἐριδμαίνω necken, reizen (Π 260), = ἐριδαίνω (hell. u. späte Epik); nach den Verba auf -μαίνω wie πημαίνω; Schwyzer 724.
Etymology: Wegen der EN Ἀμφ-, Ἀνήριτος (Bechtel Namenstud. 7; auch -ιστος) muß ἔρις ein ursprünglicher ι-Stamm sein; schon dadurch wird die Anknüpfung an ἐρείδω stemmen, stützen hinfällig (Schwyzer 464 m. A. 4 und Lit.). Von den verschiedenen lautgewordenen Hypothesen über die Herkunft dieses semantisch mehrdeutigen Wortes sei die Anreihung an ὀρίνω, ἐρέθω, Ἐρινύς (s. d.) erwähnt. Die alte sehr fragliche Zusammenstellung mit aind. ári-, arí- m. ‘Feind (?)’ ist von Porzig Satzinhalte 351 wieder aufgenommen worden. Weitere Versuche bei Bq s. v.
Page 1,559-560

Chinese

原文音譯:œrij 誒里士
詞類次數:名詞(9)
原文字根:爭吵 相當於: (מְזִמָּה‎) (מֻרְדָּף‎)
字義溯源:爭論*,爭吵,紛爭,分爭,爭競,爭鬧。這字九次全用在保羅的書信中,都是說到消極方面的事
同源字:1) (ἐρεθίζω)激勵 2) (εὐσεβέω)爭辯 3) (ἐριθεία)爭吵 4) (ἔρις)爭論參讀 (ἀντιλογία)同義字
出現次數:總共(9);羅(2);林前(2);林後(1);加(1);腓(1);提前(1);多(1)
譯字彙編
1) 分爭(6) 林前1:11; 林前3:3; 林後12:20; 腓1:15; 提前6:4; 多3:9;
2) 爭競(3) 羅1:29; 羅13:13; 加5:20

English (Woodhouse)

competition, contest, discord, discussion, dispute, hostility, quarrel, rivalry, strife

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=φιλονεικία). Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό ἀρή (=κατάρα) ἤ μέ τό ἐρεθίζω ὅπως καί τό ρῆμα ἐρίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

lis, contentio, quarrel, dispute, 2.21.2, 2.54.3, 3.111.4, 6.35.1,
aemulatio, rivalry, emulation, 6.31.4.

Translations

strife

Arabic: فِتْنَة‎; Basque: liskar; Bulgarian: конфликт; Chinese Mandarin: 衝突, 冲突; Czech: svár, konflikt, potyčka; Dutch: geschil, vijandige rivaliteit, strijd, conflict; Esperanto: malpaco; Finnish: selkkaus, yhteenotto, konflikti; French: différends, dispute, querelle; Galician: desputa, rifa, rixa, tarapuxa, learaza, gurra, liorta, liorna, esganifa, baralla, duia, trepe, enxerga, cotifada, arretío, entirquinencia, derriza, barata, brego; German: Streit, Unfriede; Greek: διαμάχη, διαπάλη, αλληλοσπαραγμός; Gujarati: હિંસક તોફાન,ઝઘડો; Hebrew: מדון‎; Hungarian: viszály; Irish: imreas, bruíon; Italian: disputa, tenzone; Japanese: 争い; Korean: 투쟁; Latin: iurgium; Maori: rawe(h)oi, tatauranga, taute; Middle English: strout, strif; Norwegian: strid; Occitan: brega, disputa, garrolha; Polish: konflikt, kłótnia, niesnaska; Portuguese: conflito, disputa, discórdia; Russian: раздор, распря; Scottish Gaelic: ceallach; Spanish: disensión, discordia, altercado; Swedish: stridighet, tvist, fejd, kiv, konflikt; Turkish: çatışma, ihtilaf; West Frisian: strijf, striid

quarrel

Albanian: grindje, sharje; Arabic: نَزَاع‎, شِجَار‎; Armenian: վեճ, կռիվ; Assamese: কাজিয়া; Belarusian: сварка; Bikol Central: iwal; Bulgarian: кавга, караница; Catalan: baralla; Chechen: дов; Cherokee: ᎠᏘᏲᏍᏗ; Chinese Mandarin: 吵架; Cantonese: 嗌交, 嘈交; Hokkien: 相罵, 冤家; Czech: hádka, spor; Danish: skænderi; Dutch: dispuut, geruzie, ruzie, onenigheid, twist; Esperanto: disputo, kverelo; Finnish: kiista, kiistely, kina, riita, sanasota, väittely; French: querelle, dispute; Galician: baralla, lea, liorta, rifa; Georgian: დავა, კამათი; German: Streit; Gothic: 𐌾𐌹𐌿𐌺𐌰, 𐍃𐌰𐌺𐌾𐍉; Greek: καβγάς, λογομαχία, τσακωμός; Ancient Greek: νεῖκος; Hebrew: ריב‎; Hindi: झगड़ा; Hungarian: perpatvar, veszekedés, vita; Irish: bruíon, clampar, imreas; Italian: battibecco, bisticcio, diatriba, discussione, disputa, diverbio, lite, litigio, scaramuccia; Japanese: 言い争い, 口論, 口喧嘩; Kashmiri: لَڑٲے‎, جٔگڑٕ‎; Khmer: ជម្លោះ; Korean: 싸움, 다툼, 말다툼; Latin: iurgium; Latvian: ķilda; Macedonian: кавга; Malay: pergaduhan; Maori: taute, whakatete, wheinga; Mongolian: хэрүүл; Nepali: झगडा; Norwegian: krangel; Persian: غوغا‎, دعوا‎; Plautdietsch: Zank; Polish: awantura, kłótnia, spięcie, spór, sprzeczka, swar, utarczka, zwada; Portuguese: querela, discussão; Romanian: ceartă; Russian: ссора, спор, перебранка; Scottish Gaelic: connsachadh, trod; Serbo-Croatian Cyrillic: кавга, свађа; Roman: kavga, svađa; Slovak: hádka, spor; Slovene: prepir; Spanish: brega, discusión, pelea, pelotera, rencilla, riña; Swedish: dispyt, gräl; Sylheti: ꠇꠣꠎꠤꠀ, ꠖꠞ꠆ꠛꠣꠞ; Tagalog: away; Tajik: ғавғо; Thai: การทะเลาะ; Tocharian B: śalna; Turkish: kavga; Ukrainian: сварка; Urdu: جھگڑا‎; Uzbek: janjal, nizo, urish; Venetian: bèga; Vietnamese: cãi cọ, cãi vã

zeal

Albanian: cenë; Arabic: حَمَاس‎, جُهْد‎; Egyptian Arabic: جهد‎; Armenian: նախանձախնդրություն; Azerbaijani: şövq, canfəşanlıq; Belarusian: запал, заўзятасць; Bulgarian: усъ́рдие, старание, стремеж; Catalan: zel; Cherokee: ᎤᏚᎩᎬᏗ; Chinese Mandarin: 熱心/热心, 熱情/热情, 激情, 熱忱/热忱; Cornish: diwysykter; Czech: horlivost; Dutch: ijver, geestdrift; Esperanto: fervoro; Finnish: into, intohimo, kiihko; French: zèle, assiduité; Georgian: გულმოდგინება, სიბეჯითე, თავგამოდება; German: Eifer, Begeisterung; Gothic: 𐌰𐌻𐌾𐌰𐌽; Greek: ζήλος; Ancient Greek: γνώμα, γνώμη, ἐκτένεια, ἔριδα, ἔρις, ζᾶλος, ζῆλος, ζήλωσις, οἶστρος, ὄπις, προαίρεσις, προθυμία, προθυμίη, σπουδασμός, σπουδή, τὸ πρόθυμον; Hungarian: buzgóság, buzgalom, lelkesedés, hév, hevület; Ido: zelo; Interlingua: zelo; Irish: díograis; Italian: zelo; Japanese: 熱情, 情熱, 熱意, 意気込み, 気勢; Korean: 열정(熱情); Latin: studium, zelus, ardor, fervor, alacritas; Macedonian: ревност; Norwegian Bokmål: engasjement, iver; Persian: غِیرَت‎, تَعَصُّب‎; Plautdietsch: Iewa; Polish: zapał inan, gorliwość; Portuguese: zelo; Romanian: zel, ardoare, râvnă, sârguință; Russian: рвение, усердие, старание, запал; Sanskrit: उत्साह; Scottish Gaelic: eud; Slovak: horlivosť; Spanish: ahínco, fervor, celo, entusiasmo, denuedo; Swedish: iver, nit, nitälskan; Tajik: ғайрат; Tocharian B: spelkke; Turkish: hırs, şevk, heves; Ukrainian: запопадливість, запал, завзяття, завзятість; Uzbek: gʻayrat; Welsh: sêl, selogrwydd