ἕψησις
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
-εως, ἡ, boiling, Hp.VM 5; ἡ ἕψησις τῶν κρεῶν Hdt.4.61, cf. SIG57.34 (Milet., v B. C.); λινῶν PTeb.406.22 (iii A. D.); smelting of ore, Thphr.HP5.9.1; concoction, softening, Gal.13.415, Aret.SA2.6: pl., Pl.Plt.303e.
German (Pape)
[Seite 1132] ἡ, das Kochen, τῶν κρεῶν Her. 4, 61; im plur., ταῖς ἑψήσεσι μόγις ἀφαιρεθέντα, Plat. Polit. 303 e; – das Schmelzen, Theophr.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de cuire, cuisson.
Étymologie: ἑψέω.
Russian (Dvoretsky)
ἕψησις: εως ἡ
1 варка, варение (τῶν κρεῶν Her.; τῶν ὀσπρίων Plut.);
2 pl. плавление: ταῖς ἑψήσεσι ἀφαιρεθέντα Plat. выделяемые путем плавления (вещества).
Greek (Liddell-Scott)
ἕψησις: -εως, ἡ, βράσις, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10, κτλ.· ἡ ἕψ. τῶν κρεῶν Ἡρόδ. 4. 61· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολιτικ. 303Ε· ― ἡ χώνευσις μεταλλικῶν οὐσιῶν, Θεοφ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 1.
Greek Monotonic
ἕψησις: -εως, ἡ (ἕψω), βράσιμο, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἕψησις, εως ἕψω, boiling, Hdt.