ἠθοποιητικός
English (LSJ)
ή, όν, A expressive of character. Adv. -κῶς Eust.1955.54.
German (Pape)
[Seite 1156] ή, όν, zur Darstellung der Sitten od. Charaktere gehörig, geschickt, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἠθοποιητικός: -ή, -όν, ἐκφραστικὸς χαρακτῆρος, χαρακτηριστικός. - Ἐπιρρ. -κῶς, Εὐστ. 1955. 54.
Greek Monolingual
ἠθοποιητικός, -ή, -όν (Μ)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηθοποιία, που είναι ικανός να εκφράζει το ήθος, τον χαρακτήρα, την έκφραση προσώπων, μιμητικός.
επίρρ...
ἠθοποιητικῶς (Μ)
με τρόπο ηθοποιητικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + ποιητικός (< ποιητής)].