ἠπανία

From LSJ

νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement

Source

Middle Liddell

ἠπανία, ἡ, want, Anth. [deriv. uncertain]

German (Pape)

[Seite 1173] ἡ, Mangel, Entbehrung, VLL.; Paul. Sil. 18 (V, 239).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
insuffisance.

Greek Monolingual

ἠπανία και ἠπανίη, ή (Α)
σπανιότητα, έλλειψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηπανώ (πρβλ. τη γλώσσα του Ησύχ. ηπανεί
απορεί, σπανίζει, αμηχανεί). Η λ. συνδέεται με το πανία «πλησμονή», οπότε το αρχικό η- είναι πιθ. στερητικό πρόθημα, προϊόν μετρικής έκτασης του α-πανία.

Greek Monotonic

ἠπανία: ἡ, απορία, έλλειψη, σπανιότητα, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἠπᾰνία:недостаток, скудость (φορβῆς Anth.).