ἠῷος
Full diacritics: ἠῷος | Medium diacritics: ἠῷος | Low diacritics: ηώος | Capitals: ΗΩΟΣ |
Transliteration A: ēō̂ios | Transliteration B: ēōos | Transliteration C: ioos | Beta Code: h)w=|os |
Contents
English (LSJ)
ῴα, ῷον,= ἠοῖος,
A at break of day, with Verbs, ἠ. γεγονώς h.Merc.17; [τέττιξ] ἠ. χέει αὐδήν Hes.Sc.396, cf. Op.548; ἠῷοι ἔμελλον . . θυμὸν ἀμύξειν Call.Aet.3.1.10; ἠ. ἀλέκτωρ κηρύσσων AP5.2 (Antip. Thess.): without Verbs, ἠ. ὕπνος ib.7.726 (Leon.); ἀστήρ A.R.1.1274. 2 eastern, Πέρσης ἀνὴρ ἐπάγων . . τὸν ἠῷον στρατόν Hdt.7.157; εἰς ἅλα . . ἠῴην A.R.2.745.
German (Pape)
[Seite 1180] (vgl. ἠοῖος u. das att. ἑῷος), zum Morgen gehörig, morgendlich, früh; H. h. Mero. 17; Hes. Sc. 396 u. sp. D., ἀλέκτωρ Antp. Th. 5 (V, 3); ἀστήρ, der Morgenstern, Ap. Rh. 1, 1273. – Gegen Morgen gelegen, ἅλς Ap. Rh. 2, 745; στρατός, des Morgenlandes, Her. 7, 157.
Greek (Liddell-Scott)
ἠῷος: ῴα, ῷον, = ἠοῖος, Ἀττ. ἐῷος, πρωινός, τὴν πρωίαν, κατὰ τὰ χαράγματα, μετὰ ῥημάτων, ἠ. γεγονὼς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 17· τέττιξ ἠ. χέει αὐδὴν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 396, πρβλ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 546· ἠ. ἀλέκτωρ κηρύσσων Ἀνθ. Π. 5. 3· ἄνευ ῥημάτων, ἠ. ὕπνος αὐτόθι 7. 726· ἀστὴρ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1274. 2) ἐξ ἀνατολῶν, ἀνατολικός, Πέρσης ἀνὴρ ἐπάγων… τὸν ἠῷον στρατὸν Ἡρόδ. 7, 157· εἰς ἅλα ἠῴην Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 745.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
ion. et poét. c. ἑῷος;
1 du matin;
2 oriental.
Étymologie: ἠώς.
Greek Monolingual
ἠῷος και αττ. τ. ἑῷος, -ῴα, -ῷον (Α) ηώς
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηώ, στην αυγή, αυγινός («ἠῷος ἀλέκτωρ», Ανθ. Παλ.)
2. ανατολικός («Πέρσης ἀνὴρ ἐπάγων... τὸν ἠῷον στρατόν», Ηρόδ.).
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο
Greek Monotonic
ἠῷος: -ῴα, -ῷον,
1. = ἠοῖος, ο πρωινός, αυτός που υπάρχει κατά το ξημέρωμα, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
2. αυτός που έρχεται από την ανατολή, ο ανατολικός, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἠῷος: эп.-ион. = ἑῷος.
Middle Liddell
= ἠοῖος
1. at morn, at break of day, Hhymn., Hes.
2. from the east, eastern, Hdt. [from ἠώς]