ἡσυχαίτερος
Contents
English (LSJ)
ἡσῠχαί-τατος, irreg. Comp. and Sup. of ἥσυχος (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡσῠχαίτερος: -τατος, ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ ἥσυχος.
French (Bailly abrégé)
v. ἥσυχος.
Greek Monolingual
ἡσυχαίτερος, -ερα, -ον (Α)
ανώμ. συγκρ. του ήσυχος.
Greek Monotonic
ἡσῠχαίτερος: -τατος, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του ἥσυχος.
Russian (Dvoretsky)
ἡσυχαίτερος: Thuc., Xen., реже ἡσυχώτερος Soph. compar. к ἥσυχος.