ἰδιοφυής
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
ἰδιοφυές, of peculiar nature, ib.1.7.20; σάλπιγγες D.S.5.30; τὰ ἰ., title of work by Archelaus, D.L.2.17.
German (Pape)
[Seite 1237] ές, von eigenthümlicher Beschaffenheit; σάλπιγγες D. Sic. 5, 30; D. L. 2, 17.
Russian (Dvoretsky)
ἰδιοφυής: (ῐδ) обладающий особой природой или формой (σάλπιγγες ἰδιοφυεῖς καὶ βαρβαρικαί Diod.): τὰ ἰδιοφυῆ Diog. L. своеобразие природы.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιοφυής: -ές, ἰδίαν ἔχων φυὴν ἢ φύσιν, Ἀρχέλ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 17, Διόδ. 5. 30.
Greek Monolingual
-ές (Α ἰδιοφυής, -ές)
νεοελλ.
αυτός που έχει έμφυτη ικανότητα για εξαιρετική επίδοση σε κάτι
αρχ.
1. αυτός που έχει δική του, ξεχωριστή ποιότητα («ἰδιοφυεῖς σάλπιγγες», Διόδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Τὰ ἰδιοφυῆ
τίτλος έργου του Αρχελάου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -φυης (< φύος, το), πρβλ. ευφυής, μεγαλοφυής].