ἰδιόχειρος
Full diacritics: ἰδῐόχειρος | Medium diacritics: ἰδιόχειρος | Low diacritics: ιδιόχειρος | Capitals: ΙΔΙΟΧΕΙΡΟΣ |
Transliteration A: idiócheiros | Transliteration B: idiocheiros | Transliteration C: idiocheiros | Beta Code: i)dio/xeiros |
English (LSJ)
ον, A autographed, ἀπογραφή Just.Nov.48.1 Intr.: Subst. -χειρον, τό, ib.49.2.1.
German (Pape)
[Seite 1237] eigenhändig; τὸ ἰδιόχειρον, Originalhandschrift, Sp.; auch ἰδιοχείρως ὑπογράψαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιόχειρος: -ον, γεγραμμένος διὰ τῆς ἰδίας χειρός τινος, Boisson. Ἀνέκδ. 3. σ. 350· τὸ ἰδιόχειρον, πρωτότυπον χειρόγραφον, Βυζ. - Ἐπίρρ. -ρως, τῇ ἰδίᾳ χειρί, Γεώργ. Κεδρην. σ. 384Β.
Greek Monolingual
-η, -ο, θηλ. και -ος (ΑΜ ιδιόχειρος, -ον)
αυτός που γίνεται ή γράφεται με το ίδιο το χέρι κάποιου («ιδιόχειρος διαθήκη»)
νεοελλ.
φρ. «ιδιόχειρη επίδοση της επιστολής» — η παράδοση της επιστολής στα χέρια αυτού προς τον οποίο απευθύνεται
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰδιόχειρον
το πρωτότυπο χειρόγραφο.
επίρρ...
ιδιοχείρως (Μ ἰδιοχείρως)
με ή στα ίδια τα χέρια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -χειρος (< χειρ, η «χέρι»), πρβλ. αυτό-χειρος, πρό-χειρος].