ἱκεσία
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
ἡ, (ἱκέτης) (replaced by ἱκετεία in Att., cf. Phryn.3, PS p.77 B., but found in IG12.434; used later, SIG781.11 (Nysa, i B.C.), 888.11 (Scaptopara, iii A.D.), etc.):—
A the prayer of a suppliant, supplication, E.Or.1337, Plu.Sol.12, J.AJ11.8.4, AP5.215 (Agath.); πρὸς παντοίαν ἱ. τραπῆναι D.S.20.14: pl., Ph.2.2; ἱκεσίαισι σαῖς at thy entreaties, E.Ph.91; ἱκεσίας ποιεῖσθαι, on behalf of the state, Aeschin. 3.121; = Lat. supplicatio, D.H.8.43.
2 = ἱκέτευμα, Plu.Them.24. [ῐ, but ῑ metri gr. in AP l.c., Procl.H.1.36.]
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
prière d'un suppliant ; prière en gén.
Étymologie: ἱκέσιος.
German (Pape)
ἡ, fußfälliges Flehen, Schutzsuchen; Eur. Phoen. 91; ἱκεσίαν μεθεῖναι ξένων Heracl. 108; Plut. Oth. 15 und öfter; τὰς ἱκεσίας ποιήσεσθε (v.l. ἱκετείας, was Phryn. B.A. 44 vorzieht) Aesch. 3.121, wie Dion.Hal. 8.43, supplicatio.
[Das erste ι des Verses wegen lang, Agath. 4 (V.216).]
Russian (Dvoretsky)
ἱκεσία: (ῐκ) ἡ
1 мольба на коленях, покорная просьба об убежище и защите (ξένων Eur.);
2 просьба, настояние (ἱ. καὶ δέησις Plut.; θυμὸς ἔμπλεος ἱκεσίης Anth. с ῑκ): ἱκεσίαισι σαῖς Eur. по твоим настояниям;
3 моление, молебен (ἱκεσίας ποιεῖσθαι Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱκεσία: ἡ, (ἱκέτης) ἡ δέησις ἱκέτου, Εὐρ. Ὀρ. 1337, Ἀνθ. Π. 5. 116, Πλούτ.· ἱκεσίαισι σαῖς Εὐρ. Φοίν. 91· ἱκεσίας ποεῖσθαι, ὑπὲρ τῆς πόλεως, ὡς τὸ Λατ. supplicatio, Αἰσχίν. 70. 33, Διον. Ἁλ. 8. 43. ῐ, ἀλλὰ ῑ χάριν τοῦ μέτρου ἐν Ἀνθ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Πρόκλ. Ὑμν. 1. 36. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131-2.
Spanish
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἱκεσία: ἡ (ἱκέτης), δέηση, προσευχή ικέτη, σε Ευρ.· ἱκεσίαισι σαῖς, με τις ικεσίες σας, με τις προσευχές σας, στον ίδ.
Middle Liddell
ἱκεσία, ἡ, ἱκέτης
the prayer of a suppliant, Eur.; ἱκεσίαισι σαῖς at thy entreaties, Eur.
English (Woodhouse)
English (Woodhouse)
Léxico de magia
ἡ súplica a un dios ἁγνεύσας καθαρίως προκατάρχου τῆς τοῦ θεοῦ ἱκεσίας oficiando con pureza comienza la súplica al dios P II 149