ἴβδης
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφής οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς -> Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Sophocles, Antigone, 883Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴβδης | Medium diacritics: ἴβδης | Low diacritics: ίβδης | Capitals: ΙΒΔΗΣ |
Transliteration A: íbdēs | Transliteration B: ibdēs | Transliteration C: ivdis | Beta Code: i)/bdhs |
English (LSJ)
ου, ὁ, A cock or plug in a ship's bottom, Eust.525.34, 858.38.
* Abbreviations: ALL | General | Authors & Works
German (Pape)
[Seite 1235] ὁ, der Zapfen im Schiffsboden, um das Wasser, welches sich dort ansammelt, abzulassen, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἴβδης: ὁ, «κουφοτύλι», πῶμα ὀπῆς ἐν τῷ πυθμένι πλοίου δυνάμενον νὰ ἀφαιρεθῇ πρὸς καθαρισμὸν τοῦ κύτους ἐκχυνομένου τοῦ ἐκεῖ ὕδατος, Εὐστ. 525. 34., 858. 38.
Greek Monolingual
ὁ (Μ ἴβδης, ὁ και ἴβδη, ἡ)
μικρός ξύλινος κύλινδρος ο οποίος περιτυλίσσεται με στουπί για να φράξει την τρύπα που βρίσκεται στη βάση του πλοίου και η οποία χρησιμεύει για την εκροή τών υδάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το ρ. είβω «διαχέω, επεκτείνομαι» και το αρκτικό ι- οφείλεται μάλλον σε ιωτακισμό παρά σε μετάπτωση από το ει-].