ἴππα
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν -> I searched out myself
Heraclitus, fr. 101BFull diacritics: ἴππα | Medium diacritics: ἴππα | Low diacritics: ίππα | Capitals: ΙΠΠΑ |
Transliteration A: íppa | Transliteration B: ippa | Transliteration C: ippa | Beta Code: i)/ppa |
English (LSJ)
ἡ, v. sub ἴπνη: as pr. n. Ἵππα, Hippa, nurse of Dionysus, Orph.H.48.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἴππα: ἡ, ἴδε ἴπνη.
Greek Monolingual
ἵππα, ἡ (Α)
1. δρυοκολάπτης
2. ως κύριο όν. ἡ Ἵππα
η τροφός του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται κάποια σχέση με τα ἴπνη και σίττη, που δηλώνουν το ίδιο πτηνό].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο