ὀλιγόμισθος
From LSJ
Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
English (LSJ)
ὀλιγόμισθον, receiving small wages, Pl.Ep. 348a (Comp.).
German (Pape)
[Seite 320] wenig Lohn empfangend, für wenig Lohn dienend, Plat. Ep. VII, 348 a, im comparat.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγόμισθος: получающий небольшой заработок, работающий за малую плату Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγόμισθος: -ον, ὁ μικρὸν μισθὸν λαμβάνων, Πλάτ. Ἐπιστ. 348Α.
Greek Monolingual
ὀλιγόμισθος, -ον (Α)
αυτός που παίρνει μικρό μισθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + μισθός.