ὀστρέϊνος
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English (LSJ)
η, ον,
A of or living in a shell, testaceous, Pl.Phlb. 21c.
II (ὄστρεον III) purple, in form ὀστρῖνος, POxy.109.5 (iii/iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 400] von der Muschel, zur Muschel gehörig; bei Plat. Phil. 21 c ist ὀστρεΐνων Lesart der codd. für die vulg. ὀστρείων.
Russian (Dvoretsky)
ὀστρέϊνος: (ῐ) покрытый раковиной (σώματα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀστρέϊνος: -η, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ὄστρεον ἢ ἐντὸς αὐτοῦ διαμένων, ὀστρακόδερμος, Πλάτ. Φίληβ. 21C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀστρέϊνος, -ΐνη, -ον) όστρεον
αυτός που ανήκει σε όστρεο ή που προέρχεται ή κατασκευάζεται από όστρεο
αρχ.
ερυθρός, πορφυρός, κόκκινος.