ὀστρέϊνος

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστρέϊνος Medium diacritics: ὀστρέϊνος Low diacritics: οστρέϊνος Capitals: ΟΣΤΡΕΪΝΟΣ
Transliteration A: ostréïnos Transliteration B: ostreinos Transliteration C: ostreinos Beta Code: o)stre/i+nos

English (LSJ)

η, ον,
A of or living in a shell, testaceous, Pl.Phlb. 21c.
II (ὄστρεον III) purple, in form ὀστρῖνος, POxy.109.5 (iii/iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 400] von der Muschel, zur Muschel gehörig; bei Plat. Phil. 21 c ist ὀστρεΐνων Lesart der codd. für die vulg. ὀστρείων.

Russian (Dvoretsky)

ὀστρέϊνος: (ῐ) покрытый раковиной (σώματα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρέϊνος: -η, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ὄστρεον ἢ ἐντὸς αὐτοῦ διαμένων, ὀστρακόδερμος, Πλάτ. Φίληβ. 21C.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀστρέϊνος, -ΐνη, -ον) όστρεον
αυτός που ανήκει σε όστρεο ή που προέρχεται ή κατασκευάζεται από όστρεο
αρχ.
ερυθρός, πορφυρός, κόκκινος.