ὀχετεύω
Full diacritics: ὀχετεύω | Medium diacritics: ὀχετεύω | Low diacritics: οχετεύω | Capitals: ΟΧΕΤΕΥΩ |
Transliteration A: ocheteúō | Transliteration B: ocheteuō | Transliteration C: ocheteyo | Beta Code: o)xeteu/w |
Contents
English (LSJ)
A conduct water by a conduit or canal, τὸν ποταμὸν ὀχετεῦσαι Hdt.2.99, cf. PPetr.1p.78 (iii B. C.): metaph., ἐκ στομάτων καθαρὴν ὀχετεύσατε πηγήν Emp.4.2; πῦρ ἐπὶ πῦρ ὀ. εἰς τὸ σῶμα Pl.Lg.666a; ἡ φύσις τὸ αἷμα διὰ παντὸς ὠχέτευκε τοῦ σώματος Arist.PA668a20:—Med., ῥοῦν ὀχετευσάμενος AP9.162:—Pass., to be conducted, conveyed, ὕδωρ ὀχετευόμενον διὰ σωλήνων Hdt.3.60; πρὸς οἶκον ὠχετεύετο φάτις A.Ag. 867; ὀχετεύσομαι in pass. sense, Pherecr.130.8. 2 construct as a conduit, τίς ὁ ὀχετεύσας τὰς φλέβας ; Corp.Herm.5.6.
German (Pape)
[Seite 429] in eine Rinne, einen Kanal führen, durch einen Kanal ableiten, eine Wasserleitung führen, ποταμὸν ὀχετεῦσαι, Her. 2, 99, u. pass., ὕδωρ ὀχετευόμενον, 3, 60. – Uebertr.; ὡς πρὸς οἶκον ὠχετεύετο φάτις, Aesch. Ag. 841; Plat. πῦρ ἐπὶ πῦρ ὀχετεύειν εἰς τὸ σῶμα, Legg. II, 606 a; Sp. – Im med., Ep. ad. 387 (IX, 162).
Greek (Liddell-Scott)
ὀχετεύω: μεταβιβάζω ὕδωρ δι’ ὀχετοῦ ἢ διώρυχος, τὸν ποταμὸν ὀχετεῦσαι Ἡρόδ. 2. 99· - μεταφορ., ἐκ στομάτων καθαρὴν ὀχετεύσατε πηγὴν Ἐμπεδ. 46· πῦρ ἐπὶ πῦρ ὀχετεύειν εἰς τὸ σῶμα Πλάτ. Νόμ. 666Α· ἡ φύσις τὸ αἷμα διὰ παντὸς ὠχέτευκε τοῦ σώματος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 5, 9 - Μέσ., ὀχετευσάμενος Ἀνθολ. Π. 9. 162. - Παθ., διοχετεύομαι, ὕδωρ ὀχετευόμενον διὰ σωλήνων Ἡρόδ. 3. 60· πρὸς οἶκον ὠχετεύετο φάτις Αἰσχύλ. Ἀγ. 867· ὀχετεύσομαι, ἐπὶ παθητ. σημασίας, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1. 8.
French (Bailly abrégé)
ao. ὠχέτευσα, pf. ὠχέτευκα;
dériver par un conduit, amener par un canal de dérivation, acc..
Étymologie: ὀχετός.
Greek Monolingual
ὀχετεύω (Α) οχετός
1. διοχετεύω νερό με διώρυγα ή τάφρο
2. κατασκευάζω κάτι ως οχετό.
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο
Greek Monotonic
ὀχετεύω: (ὀχετός), μέλ. -σω, καθοδηγώ τη ροή του νερού μέσω οχετού, τάφρου ή διώρυγας, σε Ηρόδ. — Παθ., καθοδηγώ, μεταβιβάζω, στον ίδ.· μεταφ., ὠχετεύετο φάτις, διέρρευσε η φήμη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀχετεύω:
1) отводить каналом (ποταμόν Her.): τὸ ὕδωρ ὀχετευόμενον Her. отведенная (проведенная) вода;
2) проводить, пропускать, разносить (τὸ αἷμα διὰ παντὸς τοῦ σώματος Arst.): ὡς πρὸς οἶκον ὠχετεύετο φάτις Aesch. как разнесла по всему дому молва.
Middle Liddell
ὀχετεύω, fut. -σω ὀχετός
to conduct water by a conduit or canal, Hdt.:—Pass. to be conducted, conveyed, Hdt.; metaph., ὠχετεύετο φάτις Aesch.