ὁδηγία
Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος -> I grow old always learning many things
Solon the AthenianFull diacritics: ὁδηγία | Medium diacritics: ὁδηγία | Low diacritics: οδηγία | Capitals: ΟΔΗΓΙΑ |
Transliteration A: hodēgía | Transliteration B: hodēgia | Transliteration C: odigia | Beta Code: o(dhgi/a |
English (LSJ)
ἡ,
A guiding, εἰς τὸ γνῶναι Phlp. in AP0.368.6 ; teaching, Eust.637.4.
German (Pape)
[Seite 292] ἡ, das Wegweisen, Anleiten, der Unterricht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδηγία: ἡ, διδασκαλία, Εὐστ. 637. 4, Ἐκκλ.· - ὁδήγησις, ἴδε τὴν λέξιν· - ὁδηγησία, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὁδηγία) οδηγός
1. υπόδειξη της οδού
2. υπόδειξη τρόπου ενέργειας ή συμπεριφοράς
νεοελλ.
φρ. «οδηγία της ΕΟΚ» — πράξη του Συμβουλίου ή της Επιτροπής της ΕΟΚ που δεσμεύει κάθε κράτος-μέλος στο οποίο απευθύνεται ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνει στο αντίστοιχο κράτος την ελευθερία επιλογής του τύπου και τών μέσων πραγματοποίησής της.
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο