ὁδοιπλανέω

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδοιπλᾰνέω Medium diacritics: ὁδοιπλανέω Low diacritics: οδοιπλανέω Capitals: ΟΔΟΙΠΛΑΝΕΩ
Transliteration A: hodoiplanéō Transliteration B: hodoiplaneō Transliteration C: odoiplaneo Beta Code: o(doiplane/w

English (LSJ)

roam about, Ar. Ach.69; οἶμον ὁ. Nic. Th.267.

German (Pape)

[Seite 293] umherirren; διὰ τῶν πεδίων ὁδοιπλανοῦντες, Ar. Ach. 69; ὁδοιπλανάω ist falsche Form, s. Lob. Phryn. 630.

French (Bailly abrégé)

ὁδοιπλανῶ :
errer de côté et d'autre, s'égarer.
Étymologie: ὁδοιπλανής.

Russian (Dvoretsky)

ὁδοιπλᾰνέω: блуждать по дорогам, странствовать Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδοιπλᾰνέω: περιπλανῶμαι, ἀπὸ ὁδοῦ εἰς ὁδόν, περιφέρομαι, καὶ δῆτ’ ἐτρυχόμεσθα παρὰ Καΰστριον πεδίον ὁδοιπλανοῦντες Ἀριστοφ. Ἀχ. 69· ὁδ. οἶμον Νικ. Θ. 267· ἴδε Elmsl. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Λοβ. Φρύνιχ. 630. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 295.

Greek Monotonic

ὁδοιπλᾰνέω: μέλ. -ήσω, διέρχομαι από τον δρόμο, ταξιδεύω, περιπλανιέμαι ή περιφέρομαι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὁδοιπλᾰνέω, fut. -ήσω
to stray from the road, wander or roam about, Ar. [from ὁδοιπλᾰνής]