ὁμοδίαιτα
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, living in a common establishment, τὴν ὁ. ἐποιησάμην ἅμα αὐτῷ PLond.ined. 2231 (vi A. D.).
Greek Monolingual
ὁμοδίαιτα, ἡ (Μ)
το να ζει κάποιος σε κοινό χώρο, συμβίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δίαιτα (πρβλ. αβροδίαιτα)].
[ῐ], ἡ, living in a common establishment, τὴν ὁ. ἐποιησάμην ἅμα αὐτῷ PLond.ined. 2231 (vi A. D.).
ὁμοδίαιτα, ἡ (Μ)
το να ζει κάποιος σε κοινό χώρο, συμβίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δίαιτα (πρβλ. αβροδίαιτα)].