ὁμόχρωμος
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
v. ὁμοχρώματος.
German (Pape)
[Seite 342] = ὁμόχροος, Nieet.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμόχρωμος, -ον)
αυτός που έχει τον ίδιο χρωματισμό με άλλον, ομοχρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. μονόχρωμος, πολύχρωμος].