ὁμόχρωμος

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόχρωμος Medium diacritics: ὁμόχρωμος Low diacritics: ομόχρωμος Capitals: ΟΜΟΧΡΩΜΟΣ
Transliteration A: homóchrōmos Transliteration B: homochrōmos Transliteration C: omochromos Beta Code: o(mo/xrwmos

English (LSJ)

v. ὁμοχρώματος.

German (Pape)

[Seite 342] = ὁμόχροος, Nieet.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόχρωμος, -ον)
αυτός που έχει τον ίδιο χρωματισμό με άλλον, ομοχρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. μονόχρωμος, πολύχρωμος].