ὄψις

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄψις Medium diacritics: ὄψις Low diacritics: όψις Capitals: ΟΨΙΣ
Transliteration A: ópsis Transliteration B: opsis Transliteration C: opsis Beta Code: o)/yis

English (LSJ)

ἡ, gen. ὄψεως, Ion. ὄψιος, (ὄπωπα):
I objective, aspect, appearance of a person or thing, πατρὸς φίλου ὄψιν ἀτυχθείς Il.6.468; εἰσορόων ὄ. τ' ἀγαθὴν καὶ μῦθον ἀκούων 24.632, cf. S.Ph.1412 (anap.); δῶρον, οὐ σπουδαῖον εἰς ὄψιν Id.OC577; πλείω τὴν ὄψιν παρείχετο made the appearance greater, Th.6.46; ἀξιόλογον ὄψιν παρέχεται τὸ δένδρος PCair.Zen. 157.4 (iii B. C.); ὥστε ὄψιν καλὴν φαίνεσθαι X.An.5.9.9; εἰκάζεσθαι ἀπὸ τῆς φανερᾶς ὄ. Th.1.10; τὴν ὄψιν τοῦ σώματος προορᾶν Id.7.44: the acc. is used abs., in appearance, τῷ ὄψιν ἐειδόμενος Pi.N.10.15; στρογγύλος τὴν ὄψιν Hermipp.4; ἀστειότατον τὴν ὄψιν Alex.59; καλός τε κἀγαθὸς τὴν ὄψιν Pl.Prm.127b; ἀπὸ τῆς ὄψεως Ἑλληνικός to judge from his looks, Antiph. 33.2; so ἐκ τῆς ὄψεως POxy.37 ii 3 (i A. D.).
b countenance, face, E. Med.905, Pl.Phdr.240d, 254b, etc.; διοίδησις ὅλης ὄψεως Herod.Med. in Rh.Mus.58.83, cf. Sor.1.44, Philum. ap. Aët.9.7; οὐκ ἄξιον ἀπ' ὄψεως οὔτε φιλεῖν οὔτε μισεῖν οὐδένα by the face or look merely, Lys.16.19; ἀδήλως τῇ ὄ. πλασάμενος so that nothing could be learnt from his countenance, Th.6.58; τίνι δεδούλωταί ποτε; ὄψει Men.541.2: pl., Alex.98.6, Anaxandr.41.38.
c visual impression or image of an object, Pl.Tht.193c.
2 thing seen, sight, φοβερὰν ὄψιν προσιδέσθαι A.Pers.48 (anap.), cf. Supp.567 (lyr.); ὁρῶ Πυλάδην... ἡδεῖαν ὄ. E.Or.727, cf. Pl.Lg.887d, etc.; ἄλλην ὄψιν οἰκοδομημάτων other architectural sights, Hdt.2.136; τὰ δὲ χρήματα.. ἔστιν ὄψις mere outside show, Antiph.33.2; πολλὴν ὄψιν παρασχόντα ἔπειτα μηδὲν ὠφελῆσαι Hp. Art.44; of scenic representations, Arist.Po.1453b1, al.; ὁ τῆς ὄψεως κόσμος ib.1449b33: pl., ib.1462a16.
3 vision, apparition, Hdt.1.39, etc.; ὄ. ἐν τῷ ὕπνῳ Id.3.30, al.; ὄ. ἐνυπνίου Id.8.54; ὄ. ὀνείρου Id.1.38; ὄ. ἔννυχοι A.Pr.645, cf. Ag.425 (lyr.), S.El.413, E.Hec.72 (lyr.), IG42(1).121.11 (Epid., iv B. C.), etc.
II subjective, power of sight or seeing, vision, ὄψει τινὰ ἰδεῖν, ἐσιδεῖν, Il.20.205, Od.25.94, cf. Heraclit.55, Democr.11, Emp.4.10, Th.7.75, etc.; τῆς ἐμῆς ὄψεως Hdt.2.99, 147; τῆς ὄψεως στερηθῆναι Id.9.93, etc.; οὐ τὸ δρασθὲν πιστότερον ὄψει λαβόντες ἢ τὸ ἀκουσθέν Th.3.38; οὐ καθορωμένους τῇ ὄ. νυκτὸς οὔσης ib.112.
b act of seeing or act of looking, ἡ εἰς τὸ ἄνω ὄ. Pl.Cra. 396b; sense of sight, Arist.de An.428a6, Mete.369b9; τὰ διὰ τῆς ὄ., of pleasures, Id.EN1118a3, etc.
c pl., ὄψεις = organs of sight, eyes, ὄψεις μαρᾶναι to quench the orbs of sight, S.OT1328, cf. Ant.52, Heraclit. 26; τὸ κάλλος πάντων εἷλκε τὰς ὄ. ἐπ' αὐτόν X.Smp.1.9; ἀσθενῖ(= ἀσθενιεῖ) τὰς ὄ. POxy.911.6 (iii A. D.): so in sg., ἐστερήθη τῆς μιᾶς ὄψεως Plb.3.79.12: sg. in collective sense, the eyes, [ἰχθῦς] λευκὴν ἔχοντες τὴν ὄ. Arist.HA602a11, cf. PA656b29.
d Medic., iris of the eye, Hp.Prorrh. 2.19 (but eye-ball or eye, Id.Prog.7 (pl.)); also, pupil, Ruf.Onom. 23.
e of the visual rays which were supposed to proceed from the eyes, Pl.Ti.45c, 46b, Arist.Mete.343a13, 370a19: in other places Arist. controverted this Empedoclean theory, Sens.437b14.
2 view, sight, ἀπικνέεσθαι ἐς ὄψιν τινί come into one's sight, i.e. presence, Hdt.1.136; εἰς ὄψιν τινὸς or τινὶ ἥκειν, μολεῖν, ἐλθεῖν, περᾶν, A.Ch.215, Pers.183, E.Med.173 (anap.), Or.513; καλέσαι τινὰ ἐς ὄ. Hdt.5.106; ἀποφαίνειν τί τινι ἐς ὄ. Id.4.81; λυπηρὰς τῇ ὄ. ἀχθηδόνας προστιθέμενοι Th.2.37; ἐν ὄ. τοῦ δήμου Plu.TG12; κατ' ὄψιν = in person, ὡς ἐνετειλάμην σοι κατ' ὄ. as I enjoined you when with you, POxy.1154.4 (i A. D.), cf. 117.3 (ii/iii A. D.), etc.
b dignity, position, κατὰ τὴν ἐμὴν ὄψιν καὶ ὑπόλημψιν PLond.1.77.59 (vi A. D.); ἡ τῶν γονέων ἡμῶν προτεραία ὄ. PMasp.2 iii6 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 433] ἡ (οπ), das Sehen, der Anblick; πατρὸς φίλου ὄψιν ἀτυχθείς, Il. 6, 468; auch ὄψει ἴδες, 20, 205; wie ὄψει δ' ἄλλοτε μέν μιν ἐνωπαδίως ἐςίδεσκεν, Od. 23, 94; das Antlitz, οἷ ὄψιν ἐειδόμενος, Pind. N. 10, 15; εἰς ὄψιν μολεῖν, Aesch. Pers. 179; εἰς ὄψιν ἥκεις, Ch. 213, wie εἰς ὀμμάτων ὄψιν περᾶν, Eur. Or. 512; εἶδον τὴν ὄψιν τὴν τῶν παιδικῶν ἀστράπτουσαν, Plat. Phaedr. 254 b; ὄψιν ἔχειν, einen Anblick gewähren, Xen. An. 5, 9, 9. – Das Sehen, die Wahrnehmung durch die Augen, ὄψις ἡμῖν ὀξυτάτη τῶν διὰ τοῦ σώματος ἔρχεται αἰσθήσεων, Plat. Phaedr. 250 d; ἡ τῆς ὄψεως δύναμις, Rep. VII, 532 a; Gegensatz τυφλότης, I, 353 c; ἐμπίπτοντα εἰς τὴν ὄψιν, Tim. 67 d; προφαίνειν τινὶ ἐς ὄψιν, Her. 4, 81; ἀπικέσθαι ἐς ὄψιν τινί, 1, 136; u. so auch Sp., ὑπὸ τὴν ὄψιν τιθέναι Pol. 3, 99, 7 (wie ὑπ' ὄψιν κειμένη S. Emp. adv. math. 7, 261); ὑπὸ τὴν ὄψιν λαμβάνειν, vor Augen stellen, 2, 28, 11; ἀ πὸ τῆς ὄψεως δοκεῖ, auf den ersten Anblick; ἐν ὄψει πάντων, vor Aller Augen, Luc. vit. auct. 10. – Das Schauspiel, φοβερά, ἀήθης, Aesch. Pers. 48 Suppl. 562; ἡδεῖα, Eur. Or. 725; κοὐδὲν εἰς ὄψιν πλέον, Soph. Ai. 863, vgl. O. C. 583; u. die Augen selbst, πῶς ἔτλης σὰς ὄψεις μαρᾶναι, O. R. 1328; Ant. 52; auch in Prosa, Pol. 3, 79, 12. 12, 7, 3 u. Sp., ὄψεως λήμη, Plut. non posse 21. – Die Erscheinung, wie auch wir Gesicht sagen, ὄψεις ἔννυχοι Aesch. Prom. 648, vgl. Spt. 693 Pers. 510; Soph. El. 405; ἔννυχος, Eur. Hec. 72; ὄψιν εἶδε ἐν τῷ ὕπνῳ, Her. 3, 30 u. öfter, vgl. 8, 54. 7, 18; Plat. Phaed. 60 e.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. 1 action de voir, vue : ἐς ὄψιν τινὸς ou τινὶ μολεῖν ESCHL, ἐλθεῖν EUR venir dînant les yeux de qqn, en sa présence ; fig. la vue, les yeux (de l'intelligence, de l'âme, etc.);
2 organe de la vue, œil ; au plur. : διπλαῖ ὄψεις SOPH les deux yeux;
II. 1 apparence extérieure d'une chose, aspect, air : πατρός IL de son père ; ὄψιν ἔχειν XÉN ou παρέχεσθαι THC offrir un aspect;
2 vue, spectacle;
3 apparition, vision (particul. dans le sommeil) ; rêve;
NT: face, visage.
Étymologie: R. Ὀπ, voir ; cf. ὄψ, ὄψομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὄψις: εως ἡ (эп. dat. ὄψεϊ)
1 внешний вид, внешность, наружность (πατρὸς φίλου Hom.; τοῦ σώματος Thuc.): δῶρον οὐ σπουδαῖον εἰς ὄψιν Soph. ничтожный на вид дар; εἰκάζεσθαι ἀπὸ τῆς ὄψεως Thuc. предполагать по внешнему виду; καλός τε κἀγαθὸς τὴν ὄψιν Plat. замечательно красивой наружности; ἀδήλως τῇ ὄψει πλασάμενος Thuc. придав лицу непроницаемое выражение;
2 вид, зрелище, картина (οἰκοδομημάτων Her.): φοβερὰ ὄ. Aesch. страшная картина; ἐν ὄψει πάντων Luc. на виду у всех;
3 явление, видение (ἐν τῷ ὕπνῳ Her.): ὄψεις ἔννυχοι Aesch. ночные видения;
4 зрительное восприятие Plat., Arst.;
5 зрение (τῆς ὄψεως δύναμις Plat.; αἱ διὰ τῆς ὄψεως ἡδοναί Arst.): ὄψει τὸ δρασθὲν λαβεῖν Thuc. воочию увидеть содеянное;
6 орган зрения, глаз: εἰς ὄψιν τινὸς или τινὶ μολεῖν, ἥκειν, ἐλθεῖν или περᾶν Aesch., Eur. предстать перед чьи-л. очи, явиться к кому-л.; ἀποφαίνειν τί τινι ἐς ὄψιν Her. представить (показать) что-л. кому-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὄψις: ἡ, γεν. -εως, Ἰων. -ιος, ἴδε ὄψ Β)· Ι. ἐξ ἀντικειμένου, ὡς καὶ νῦν, ἡ ἐξωτερικὴ ὄψις προσώπου ἢ πράγματος, Λατ. species oris, aspectus, πατρὸς φίλου ὄψιν ἀτυχθεὶς Ἰλ. Ζ. 468· εἰσορόων ὄψιν τ’ ἀγαθὴν καὶ μῦθον ἀκούων Ω. 632, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1412· δῶρον, οὐ σπουδαῖον εἰς ὄψιν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 577· πλείω τὴν ὄψιν παρείχετο, ἔκαμνε τὴν ἐξωτερικὴν ὄψιν μεγαλειτέραν, Θουκ. 6. 46· ὄψ. φαίνεται καλὴ Ξεν. Άν. 5. 9, 9· εἰκάζεσθαι ἀπὸ τῆς φανερᾶς ὄψεως Θουκ. 1. 10· τὴν ὄψιν τοῦ σώματος προορᾶν ὁ αὐτ. 7. 44· ἡ αἰτ. κεῖται ἀπολ., κατὰ τὴν ἐξωτερικὴν ὄψιν, κατὰ τὸ φαινόμενον, τῷ ὄψιν εἰδόμενος Πινδ. Ν. 10. 26· στρογγύλος τὴν ὄψιν Ἕρμιππος ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 1· ἀστειοτάτῳ τὴν ὄψιν. Πλάτ. Παρμεν. 127Β· οὕτως, ἀπὸ τῆς ὄψεως Ἑλληνικός, ἐὰν κρίνῃ τις ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ του, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀνταίῳ» 1. β) τὸ πρόσωπον, ἡ μορφὴ τοῦ προσώπου, Εὐρ. Μήδ. 905, Πλάτ. Φαῖδρ. 240D. 254Β, κτλ.· οὐκ ἄξιος ἀπ’ ὄψεως οὔτε φιλεῖν οὔτε μισεῖν οὐδένα, ἁπλῶς ἐκ τοῦ προσώπου, ἐκ τῆς ἐκφράσεως τοῦ προσώπου, Λυσ. 147. 33· ἀδήλως τῇ ὄψει, οὕτως ὥστε οὐδὲν ἠδύνατο νὰ μάθῃ τις ἐκ τοῦ προσώπου του, Θουκ. 6. 58· τίνι δεδούλωταί ποτε; - ὄψει Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 14· ἐν τῷ πληθ., Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 6, πρβλ. Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 38. γ) ἡ ἐξ ὄψεως εἰκὼν ἢ ἐντύπωσις πράγματός τινος, Πλάτ. Θεαίτ. 193C. 2) = θέαμα, φοβερὰν ὄψιν προσιδέσθαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 48, πρβλ. Ἱκέτ. 567· ὁρῶ Πυλάδην … ἡδεῖαν ὄψιν Εὐρ. Ὀρ. 727, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 877D, κτλ.· ἄλλην ὄψιν οἰκοδομημάτων Ἡρόδ. 2. 136· τῇ ὄψει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: τῇ γνώμῃ, Θουκ. 7. 75· τὰ δὲ χρήματα ... ἔστιν ὄψις, ἁπλῶς ἐξωτερικὴ ἐπίδειξις, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 63· ἐπὶ σκηνικῶν παραστάσεων, Ἀριστ. Ποιητ. 6, 9 κἑξ., 14, 3. 3) ὅραμα, φάντασμα, Ἡρόδ. 1. 39, κτλ.· ὡσαύτως μετ’ ἄλλων λέξεων, ὄψις ἐν τῷ ὕπνῳ ὁ αὐτ. 3. 30, κ. ἀλλ.· ὄ. ἐνυπνίου ὁ αὐτ. 8. 54· ὄ. ὀνείρου ὁ αὐτ. 1. 38· ὄψεις ἔννυχοι Αἰσχύλ. Πρ. 645, πρβλ. Ἀγ. 425, Σοφ. Ἠλ. 413, Εὐρ. Ἑκάβ. 72, κτλ. ΙΙ. ἐξ ὑποκειμένου, ἡ δύναμις τοῦ ὁρᾶν, ἡ ὅρασις, ὄψει τινὰ ἰδεῖν, ἐσιδεῖν Ἰλ. Υ. 205, Ὀδ. Ψ. 94· τῆς ἐμῆς ὄψιος Ἡρόδ. 2. 99, 147· τῆς ὄψεως στερηθῆναι 9. 93, κτλ.· ὄψει τὸ δρασθὲν λαβόντες Θουκ. 3. 38· οὐ καθορώμενος τῇ ὄψει νυκτὸς οὔσης αὐτόθι 112. β) ἡ ἐνέργεια τοῦ ὁρᾶν, ἡ αἴσθησις τῆς ὁράσεως, Ἀριστ. περὶ Ψυχῆς 3. 3, 10, Μετεωρ. 2. 9, 8· αἱ διὰ τῆς ὄ. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 3. 10, 3, κτλ. γ) ἐν τῷ πληθ., τὰ ὄργανα τῆς ὄψεως, οἱ ὀφθαλμοί, ὄψεις μαραίνω, σβύνω τοὺς ὀφθαλμούς, ἀποτυφλώνω, Σοφ. Ο. Τ. 1328, πρβλ. Ἀντ. 52· τὸ κάλλος πάντων εἷλκε τὰς ὄψεις ἐπ’ αὐτὸν Ξεν. Συμπ. 1, 9· οὕτως ἐν τῷ ἑνικ., ἐστερήθη τῆς μιᾶς ὄψεως Πολύβ. 3. 79, 12· ἀλλὰ καθ’ ἑνικ. ἐπὶ περιληπτικῆς ἐννοίας, οἱ ὀφθαλμοί, [ἰχθῦς] λευκὴν ἔχοντες τὴν ὄψιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 7, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 2, 10, 9 κἑξ., 2. 13, 1. δ) ἐπὶ τῶν ὀπτικῶν ἀκτίνων αἵτινες ἐπιστεύετο ὅτι ἐξεπορεύοντο ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἐμπεδ. παρ’ Ἀριστ. π. Αἰσθ. 2, 6-9, Πλάτ. Τίμ. 45C, 46Β, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 5., 2. 9, 18, κ. ἀλλ., ἴδε Stallb. εἰς Πλάτ. ἔνθα ἀνωτ.· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ ὁ Ἀριστ. ἠμφεσβήτησε τὴν κοινὴν τότε θεωρίαν ταύτην, περὶ Αἰσθ. 2, 6 κἑξ., ἴδε τὸν αὐτ. ἐν Μετεωρ. 1, σ. 384. 2) ἀπικέσθαι ἐς ὄψιν τινί, ἔρχεσθαι εἰς θέαν τινός, δηλ. ἐνώπιόν τινος, Ἡρόδ. 1. 136· εἰς ὄψιν τινὸς ἢ τινὶ ἥκειν, μολεῖν, ἐλθεῖν, περᾶν Αἰσχύλ. Χο. 215, Πέρσ. 183, Εὐρ. Μήδ. 173, Ὀρ. 513· οὕτω, καλέειν τινὰ εἰς ὄψιν Ἡρόδ. 5. 106· ἀποφαίνειν τί τινι ἐς ὄψιν ὁ αὐτ. 4. 81· ἐμπίπτει τι εἰς τὴν ὄψιν Πλάτ. Τίμ. 67D· λυπηρὸς τῇ ὄψει Θουκ. 2.37. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄψεις· ὄνειροι, ὀφθαλμοί, ὁράσεις».

English (Autenrieth)

ιος (root ὀπ): power of sight; ὄψεϊ ἰδειν, ‘with one's eyes,’ Il. 20.205, Od. 23.94; appearance, looks, Il. 6.468, Il. 24.632.

English (Slater)

ὄψῐς appearance τῷ ὄψιν ἐειδόμενος ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν (N. 10.15)

English (Strong)

from ὀπτάνομαι; properly, sight (the act), i.e. (by implication) the visage, an external show: appearance, countenance, face.

English (Thayer)

ὄψεως, ἡ (ὈΠΤΩ, ὄψομαι (cf. ὀφθαλμός)), from Homer down; the Sept. chiefly for מַרְאֶה;
1. seeing, sight.
2. face, countenance: the outward appearance, look (many lexicographers give this neuter and objective sense precedence): κρίνειν κατ' ὄψιν, John 7:24.

Greek Monotonic

ὄψις: ἡ, γεν. -έως, Ιων. -ιος· (από √ΟΠ, ρίζα του ὄψομαι
I. 1. το εξωτερικό μέρος, η εμφάνιση ή μέρος που φαίνεται από ένα πρόσωπο ή πράγμα, Λατ. species oris, aspectus, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· εἰκάζεσθαι ἀπὸ τῆς φανερᾶς ὄψεως, σε Θουκ.· αιτ. απόλ., κατά την εμφάνιση, ως προς την εμφάνιση, σε Πίνδ., Αττ.
2. έκφραση, πρόσωπο, σε Ευρ. κ.λπ.
3. = θέαμα, άποψη, θέαμα, θέα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· ἄλλην ὄψιν οἰκοδομημάτων, άλλες αρχιτεκτονικές απόψεις, σε Ηρόδ.· τῇ ὄψει, απ' ό,τι είδαν, σε αντίθ. προς το τῇ γνώμῃ, σε Θουκ.
4. όραμα, φάσμα, σε Ηρόδ., Τραγ.
II. 1. η ικανότητα της όρασης, όραση, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., τα όργανα της όρασης, μάτια, σε Σοφ., Ξεν.
2. θέα, άποψη, οπτικό πεδίο, Λατ. conspectus, ἀπικέσθαι ἐς ὄψιν τινί, εισέρχομαι στο οπτικό πεδίο κάποιου, δηλ. ενώπιόν του, σε Ηρόδ.· εἰς ὄψιν τινὸς ή τινὶ ἥκειν, μολεῖν, ἐλθεῖν, περᾶν, σε Αισχύλ., Ευρ.

Frisk Etymological English

ὄψομαι See also: s. ὄπωπα.

Middle Liddell

ὄψις, εως, [from !οπ, Root of ὄψομαι
I. look, appearance, aspect of a person or thing, Lat. species oris, aspectus, Il., Soph.; εἰκάζεσθαι ἀπὸ τῆς φανερᾶς ὄψεως Thuc.:—acc. absol. in appearance, Pind., Attic
2. the countenance, face, Eur., etc.
3. = θέαμα, a sight, Aesch., Eur., etc.; ἄλλην ὄψιν οἰκοδομημάτων other architectural sights, Hdt.; τῇ ὄψει from what they saw, opp. to τῇ γνώμῃ, Thuc.
4. a vision, apparition, Hdt., Trag.
II. eyesight, vision, Hom., Hdt., Attic: in plural the organs of sight, the eyes, Soph., Xen.
2. view, sight, Lat. conspectus, ἀπικέσθαι ἐς ὄψιν τινί to come into one's sight, i. e. presence, Hdt.; εἰς ὄψιν τινός or τινὶ ἥκειν, μολεῖν, ἐλθεῖν, περᾶν Aesch., Eur.

Frisk Etymology German

ὄψις: ὄψομαι
{ópsis}
See also: s. ὄπωπα.
Page 2,459

Chinese

原文音譯:Ôyij 哦普西士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:觀看 相當於: (מַרְאֶה‎) (עֹונָה‎ / עַיִן‎)
字義溯源:外貌,臉,面容,面貌;源自(ὀπτάνομαι)*=注視)。參讀 (εἶδος)同義字
出現次數:總共(3);約(2);啓(1)
譯字彙編
1) 面貌(1) 啓1:16;
2) 臉上(1) 約11:44;
3) 外貌(1) 約7:24

English (Woodhouse)

apparition, appearance, eye, look, phantom, sight, spectacle, view, face, personal appearance, power of seeing, power of sight, range of vision

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὄψομαι τοῦ ὁράω ὁρῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

visus, sight, appearance, 1.73.2, 2.37.2, 3.38.4, 3.112.4, 4.34.1, 4.34.3, 4.126.6, 6.24.3, 6.30.2, 6.49.2, 6.49.26.49.26.58.1, 7.71.3, 7.75.2,
species, adspectus, look, appearance, 1.10.2, 1.10.3, 2.88.3, 4.126.5, 6.31.6, 6.46.3, 7.44.2.

Translations

face

Abkhaz: аҿы, ахаҿы; Acehnese: rupa, muka; Adyghe: напэ, нэгу; Afan Oromo: fuula; Afrikaans: gesig; Ainu: ナン; Albanian: fytyrë; Alviri-Vidari: دیم‎; Amharic: ፊት; Apache Western Apache: bínii'; Arabic: وَجْه‎, مُحَيًّا‎; Egyptian Arabic: وش‎, وشوش‎; Gulf Arabic: ويه‎; Hijazi Arabic: وجه‎; Iraqi Arabic: وچ‎; North Levantine Arabic: وج‎, وش‎; Moroccan Arabic: وجه‎; Aramaic Classical Syriac: ܦܐܬܐ‎; Armenian: երես, դեմք; Aromanian: fatsã; Assamese: মুখ, মুহ; Asturian: cara, rostru; Avar: гьумер; Azerbaijani: üz, çöhrə, sifət, sima, bəniz; Baluchi: دیم‎; Bashkir: бит, йөҙ; Basque: aurpegi; Belarusian: твар, аблі́чча, ліцо; Bezhta: мотӏо; Bikol Central Bikol Legazpi: pandok; Bikol Naga: lalawgon; Bengali: মুখ; Breton: dremm, eneb; Bulgarian: лице; Burmese: မျက်နှာ; Buryat: нюур; Catalan: cara, faç, visatge; Cebuano: nawong; Central Atlas Tamazight: ⵓⴷⵎ, ⴰⵖⵎⴱⵓⴱ; Chadong: na²; Chamicuro: takano; Chechen: йуьхь, юьхь; Cherokee: ᎤᎧᏛᎢ; Chichewa: nkhope; Chinese Cantonese: 面, 臉, 脸; Dungan: лян; Hakka: 面; Mandarin: 臉, 脸, 面, 面孔; Min Dong: 面; Min Nan: 臉, 脸, 面; Wu: 面孔, 面顴, 面颧; Chuvash: пит; Classical Nahuatl: īxtli, xāyacatl; Coptic: ϩⲟ, ⲡⲣⲟⲥⲟⲡⲟⲛ; Cornish: enep; Crimean Tatar: bet, yüz; Czech: tvář, obličej; Danish: ansigt; Dhivehi: މޫނު‎; Dutch: gezicht, aangezicht, gelaat; Erzya: чама; Esperanto: vizaĝo; Estonian: nägu; Evenki: дэрэ; Faroese: andlit; Finnish: kasvot, naama, pärstä; French: visage, figure, face; Old French: vis, visage, viaire, face; Friulian: face; Galician: cara, faciana, face, rosto, carís; Georgian: სახე; German: Gesicht, Angesicht, Antlitz, Visage; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌿𐌲𐌹, 𐍅𐌻𐌹𐍄𐍃, 𐍃𐌹𐌿𐌽𐍃; Greek: πρόσωπο; Ancient Greek: πρόσωπον; Greenlandic: kiinaq; Guaraní: tova; Gujarati: મુખ; Haitian Creole: figi; Hawaiian: maka, helehelena; Hebrew: פָּנִים‎, פַּרְצוּף‎; Hindi: चेहरा, मुखड़ा, मुख; Hungarian: arc; Hunsrik: Gesicht; Icelandic: andlit; Ido: vizajo; Indonesian: muka, wajah, paras, rupa; Sundanese: rarai, benget; Ingrian: liittsa, naama; Ingush: юхь; Irish: aghaidh, éadan, gnúis; Isnag: muxing; Italian: faccia, viso, volto; Japanese: 顔, 面; Javanese: rai, pasuryan, rupa, dhapur; K'iche': palaj; Kalmyk: чирә; Kannada: ಆನನ, ಮುಖ; Karelian: rožat, silmät; Kashubian: skarń, twôrz; Kazakh: бет, жүз, шырай; Khmer: មុខ; Khowar: موخ‎; Komi-Permyak: чужӧм; Korean: 얼굴; Kuna: wagar; Kurdish Central Kurdish: دەموچاو‎; Northern Kurdish: rû, serçav, dêm; Kyrgyz: бет; Lao: ໜ້າ; Latgalian: vaigs; Latin: facies, vultus; Latvian: seja; Lingao: na³; Lithuanian: veidas; Low German: Gesicht; Luxembourgish: Gesiicht; Lü: ᦐᦱᧉ; Macedonian: лице, лик; Maguindanao: paras, sangur; Malagasy: tarehy; Malay: muka, wajah; Malayalam: മുഖം; Maltese: wiċċ; Manchu: ᡩᡝᡵᡝ; Manx: eddin; Maori: kanohi; Maranao: paras, sangor; Marathi: चेहरा, तोंड; Mari Eastern Mari: шӱргӧ, чурий; Mazanderani: دیم‎; Mohawk: okónhsaʼ; Moksha: шама; Mongolian: нүүр, царай; Nanai: дэрэл; Navajo: aniiʼ; Nepali: मोहडा, अनुहार; Norman: fache; Norwegian: ansikt, fjes; Nynorsk: andlet; Occitan: fàcia, cara, visatge; Ojibwe: indengwaan; Okinawan: ちらー; Old Church Slavonic: лице, ликъ; Old East Slavic: лицо, лице, ликъ; Old English: ansīen, andwlita, nebb; Old Norse: andlit; Old Prussian: prusna; Old Tupi: obá; Oriya: ମୁଖ; Oromo: fuula; Ossetian: цӕсгом; Ottoman Turkish: جبهه‎, چهره‎, وجه‎, یوز‎, رو‎; Pali: mukha; Pashto: مخ‎; Persian: صورت‎, روی‎, رخ‎, چهره‎, دیم‎; Pipil: -īshkalyu; Polish: twarz, oblicze, lico, lice; Portuguese: face, rosto, cara; Punjabi: ਮੂੰਹ; Quechua: uya; Romagnol: fàza; Romani: muj; Romanian: față; Romansch: fatscha; Russian: лицо, лик, физиономия, обличье; Saanich: S¸OŦES; Sami Inari: muáđuh; Northern: muođut, ámadadju; Skolt: muâđ; Southern: ååredæjja; Sanskrit: अनीक, मुख, वदनम्; Sardinian: cara, care fache, fachi, face, fàcia, fatza, faci; Scottish Gaelic: aghaidh, aodann, gnùis; Serbo-Croatian Cyrillic: лице; Roman: líce; Shona: uso, kumeso; Shor: чӱс, шырай; Sicilian: facci; Silesian: gymba; Sinhalese: මුහුණ, මූණ; Slovak: tvár, obličaj; Slovene: obraz, lice; Somali: weji; Sorbian Lower Sorbian: woblico; Upper Sorbian: wobličo; Sotho: sefahleho; Southern Pomo: huʔ:uy; Spanish: cara, faz, rostro, jeta; Swahili: uso; Swedish: ansikte, anlete, fjäs, nuna; Sylheti: ꠝꠥꠈ; Tagalog: mukha; Tajik: рӯй, рӯ, чеҳра, рӯ, афт, андом, башара; Tamil: முகம், மூஞ்சி; Tatar: бит, йөз; Telugu: ముఖము; Thai: หน้า; Tibetan: གདོང་པ; Tigrinya: ገጽ; Tocharian B: särwāna; Tuareg: udǝm; Turkish: yüz, çehre; Turkmen: ýüz; Tuvan: арын; Udmurt: бам; Ugaritic: 𐎔𐎐; Ukrainian: обличчя, лице; Urdu: چہرہ‎, مکھ‎, مکھڑا‎; Uyghur: يۈز‎; Uzbek: yuz; Venetian: faça, fasa, facia, faẑa; Vietnamese: mặt; Votic: ńako; Walloon: vizaedje, figueure; Welsh: wyneb; West Frisian: gesicht; White Hmong: ntsej muag; Yakut: сирэй; Yiddish: פּנים‎, צורה‎, געזיכט‎; Yucatec Maya: ich; Zazaki: ri, rı, wec, sifet, çehre, suret; Zhuang: naj; Zulu: ubuso; ǃXóõ: sàʻã