ὑπερεμέω

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερεμέω Medium diacritics: ὑπερεμέω Low diacritics: υπερεμέω Capitals: ΥΠΕΡΕΜΕΩ
Transliteration A: hypereméō Transliteration B: hyperemeō Transliteration C: yperemeo Beta Code: u(pereme/w

English (LSJ)

vomit violently: metaph. of over-full veins, cause suffusion, ὑπερεμήσαντα τὰ φλέβια Hp.Morb.2.17; ἢν ὑπερεμήσωσιν αἱ φλέβες ib.18 (-εμέσ- ib.4): hence ὑπερέμετος, ὁ, over-fullness of the veins, ib.4 (vv.ll. ὑπερεμέειν, ὑπεραίμετον): but forms of ὑπεραιμέω (q.v.) should prob. be restored; the corruption has been helped by the words of Hp., τὸ μὲν οὔνομα οὐκ ὀρθὸν τῇ νούσῳ, οὐ γὰρ ἀνυστὸν ὑπεραιμῆσαι (-εμῆσαι codd.) οὐδὲν τῶν φλεβίων κτλ.; ὑπεραιμήσειε stands in Morb.2.4 cod. G.

German (Pape)

[Seite 1194] (s. ἐμέω), sich übermäßig erbrechen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερεμέω: ἐμῶ μετὰ σφοδρότητος· μεταφ., ἐπὶ φλεβῶν ἐξωγκωμένων ἐξ αἵματος καὶ διαρρηγνυομένων, ὑπερεμήσαντα τὰ φλέβια τὰ αἵματα τὰ περὶ τὸν ἐγκέφαλον Ἱππ. 467. 23· ἢν ὑπερεμήσωσιν αἱ φλέβες ἐς τὴν κεφαλὴν αὐτόθι 32· ἀλλὰ πρβλ. ὑπεραιμόω.