ὑπερφέρω

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερφέρω Medium diacritics: ὑπερφέρω Low diacritics: υπερφέρω Capitals: ΥΠΕΡΦΕΡΩ
Transliteration A: hyperphérō Transliteration B: hyperpherō Transliteration C: yperfero Beta Code: u(perfe/rw

English (LSJ)

A bear or carry over, ὑ. τὸν ἰσθμὸν τὰς ναῦς Th.3.81, cf. 15,87:—Pass., [νῆες] ὑπερενεχθεῖσαι τὸν ἰσθμόν Id.4.8; ὑπερενεχθῆναι τὰς δίνας D.H.3.56; νυκτὸς ὑπερφέρεσθαι (sc. τὸν Ταῦρον) Plu.2.510b; ὑ. ὑπὲρ.. X.Oec.18.7: c. gen., to be transferred from, τὰς τῶν.. ζῴων διαφορὰς μὴ δυναμένας ὑπερενεχθῆναι τῶν κατὰ φύσιν τόπων Ptol.Geog.1.12.2.
II mostly intr., to be prominent, stand out, Plu.2.591c.
2 metaph., surpass, excel, have the advantage over, τινός τινι one in a thing, ῥόδα ὀδμῇ ὑπερφέροντα τῶν ἄλλων Hdt.8.138, cf. 9.96, Ar.Eq.584 (lyr.), Th.1.81: c. gen. only, τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα S.OT381, cf. X.Lac.15.8: c. dat. modi only, κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑ. Hdt.8.144, cf. 4.74, E.Hec.268; πλούτῳ X.Lac.15.3.
b sometimes c. acc. pro gen., ὑπερφέρεις τόλμῃ τε τόλμαν καὶ λόγῳ χρηστῷ λόγον E.Heracl.554; ὑ. τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν Isoc.4.60; μεγέθει καὶ ῥώμῃ πάντας Plu.Rom.7.
c abs., τοῦθ' ὑπερφέρει has this pre-eminence, S.OC1007 (s.v.l.); πολὺ ὑπερενεγκεῖν X.Mem.3.5.13.
d part., in honorific expressions, ἡ σὴ -φέρουσα ἐξουσία PSI4.292.5 (iii A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1203] (s. φέρω), darübertragen; ὑπερενεγκόντες τὸν ἰσθμὸν τὰς ναῦς Thuc. 3, 81; ναῦς ἐς τόπον D. C. 42, 41; – gew. intrans. sich darüber erheben, dah. übertreffen, den Vorzug haben, τινός τινι, Jemanden worin, ῥόδα ὀδμῇ ὑπερφέροντα τῶν ἄλλων Her. 8, 138; Τιγράνης κάλλεΐ τε καὶ μεγάθεϊ ὑπερφέρων Περσέων 9, 96; c. dat. allein, 4, 74. 8, 144; τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα Soph. O. R. 381; Ar. Equ. 582; κάλλει ὑπερφέρουσαν Eur. Hec. 268; τοῖς ὅπλοις αὐτῶν καὶ τῷ πλήθει ὑπερφέρομεν Thuc. 1, 81; absol., Xen. Mem. 3, 5, 13; καὶ κρεῖττόν ἐστι τινός S. Emp. adv. phys. 1, 122. – Auch τινά und τί, z. B. ὑπερφέρεις τόλμῃ τε τόλμαν καὶ λόγῳ χρηστῷ λόγον Eur. Heracl. 554; Ἡρακλῆς ὑπερενεγκὼν φύσιν ἀνθρωπίνην Isocr. 4, 60; ὑπερφέρειν πάντα μεγέθει Plut. Rom. 7.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπεροίσω, ao. ὑπερήνεγκα, etc.
1 porter au-dessus ou au delà : τὸν ἴσθμον τὰς ναῦς THC transporter les vaisseaux de l'autre côté de l'isthme ; abs. transporter des navires de l'autre côté d'un isthme d'une mer dans une autre ; Pass. se transporter au-dessus ou au delà de, franchir, acc.;
2 intr. s'élever au-dessus ; fig. l'emporter sur, être supérieur : τινος l'emporter sur qch ; τινι l'emporter en qch ; τινί τινος l'emporter par qqe qualité sur qqn ou sur qch ; qqf avec acc. : φύσιν ἀνθρωπίνην ISOCR être au-dessus de la nature humaine ; τόλμαν τόλμῃ EUR vaincre l'audace par l'audace.
Étymologie: ὑπέρ, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερφέρω: (fut. ὑπεροίσω, aor. ὑπερήνεγκα)
1 переносить: ὑ. τί τι Thuc. или ὑ. τι ὑπέρ τι Xen. переносить что-л. через что-л.; αἱ (ναῦς) ὑπερενεχθεῖσαι τὸν ἰσθμόν Thuc. перетащенные через перешеек суда;
2 превосходить: ὑ. τινός τινι Her., Thuc., Arph. и τινά τινι Plut., ὑ. τι τινι Eur. подавлять что-л. чем-л.; διὰ τὸ πολὺ ὑπερενεγκεῖν Xen. вследствие значительного превосходства.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφέρω: φέρωμεταφέρω ὑπεράνω, καὶ ὑπερενεγκόντες τὸν Λευκαδίων ἰσθμὸν τὰς ναῦς Θουκ. 3. 81, πρβλ. 15., 7· 8. ― Παθ., [αἱ ναῦς] αἱ ὑπερενεχθεῖσαι τὸν ἰσθμὸν ὁ αὐτ. 4. 8· οὐ δυνηθέντες ὑπερενεχθῆναι τὰς δίνας Διονύσ. Ἁλ. 3. 56· νυκτὸς ὑπερφέρεσθαι (δηλ. τὸν Ταῦρον) λανθάνοντας Πλούτ. 2. 510Β· ὑπ. ὑπέρ... Ξεν. Οἰκ. 18, 7· ἀπολ., μεταφέρομαι, μεταφυτεύομαι, Πτολ. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀμεταβ., φέρομαι ὑπεράνω, ἐγείρομαι ὑψηλότερα, εἶμαι ὑπέρτερος, προέχω, Ἱππ. 1230C, Πλούτ. 2. 591C. 2) μεταφ., ὑπερτερῶ, ἐξέχω, ὑπερέχω, τινός τινι, εἴς τι πράγμα, ῥόδα ὀδμῇ ὑπερφέροντα τῶν ἄλλων Ἡρόδ. 8. 138, πρβλ. 9. 96, Ἀριστοφ. Ἱππ. 584, Θουκ, 1, 81· ― μετὰ μόνης γεν., τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 381, πρβλ. Ξεν. Λακ. 15, 8· μετὰ μόνης δοτ. τοῦ τρόπου ἢ τοῦ κατὰ τί, κάλλει καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπ. Ἡρόδ. 8. 44, πρβλ. 4. 74· πλούτῳ Ξεν. Λακ. 15, 3· πρβλ. Pors. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 268. β) ἐνίοτε καὶ μετ’ αἰτ. ἀντὶ γενικῆς, ὑπερφέρεις τόλμῃ τε τόλμαν καὶ λόγῳ χρηστῷ λόγον Εὐρ. Ἡρακλ. 555· ὑπ. τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν Ἰσοκρ. 52Ε, πρβλ. Πλουτ. Ρωμ. 7. γ) ἀπολ. τοῦθ’ ὑπερφέρει, ἔχει ταύτην τὴν ὑπεροχήν, Σοφ. Ο. Κ. 1007· ὑπερενεγκεῖν πολὺ Ξεν. Ἀπομν. 3. 5. 13. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 5.

Greek Monolingual

Α
1. περνώ κάτι πάνω από κάτι άλλο, μεταφέρω κάτι πάνω από κάτι άλλο («καὶ ὑπερενεγκόντες τὸν Λευκαδίων ἰσθμὸν τὰς ναῦς», Θουκ.)
2. μεταφυτεύομαι
3. εξέχω, προεξέχω, βρίσκομαι πιο ψηλά από κάτι («ἡ σελήνη φεύγει τὴν Στύγα μικρὸν ὑπερφέρουσα», Πλούτ.)
4. υπερέχω, έχω τα πρωτείαοὔτε χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα», Ηρόδ.)
5. (για νερό) περνώ πάνω από κάτι, κατακλύζω («τῆς θαλάσσης ὑπερενεχθείσης τοῦ σκάφους», Ιωάνν. Χρυσ.).

Greek Monotonic

ὑπερφέρω: μέλ. -οίσω, αόρ. αʹ -ήνεγκα, αόρ. βʹ -ήνεγκον·
I. φέρω, κομίζω ή μεταφέρω σ' ένα μέρος, ὑπερφέρειν τὸν ἰσθμὸν τὰς ναῦς, σε Θουκ. — Παθ., (αἱ νῆες) αἱ ὑπερενεχθεῖσαι τὸν ἰσθμόν, στον ίδ.
II. αμτβ., εγείρομαι, σηκώνομαι ψηλότερα, ξεπερνώ, υπερέχω, έχω το πλεονέκτημα έναντι, τινός τινι, κάποιου σε κάτι, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· επίσης με αιτ. αντί γεν., ὑπερφέρεις τόλμῃ τόλμαν, σε Ευρ.· απόλ., υπερέχω, έχω τα πρωτεία, τον πρώτο λόγο, σε Ηρόδ., Σοφ.

Middle Liddell

fut. -οίσω aor1 -ήνεγκα aor2 -ήνεγκον
I. to bear or carry over a place, ὑπ. τὸν ἰσθμὸν τὰς ναῦς Thuc.:—Pass., [αἱ ναῦς αἱ ὑπερενεχθεῖσαι τὸν ἰσθμόν Thuc.
II. intr. to rise above, to surpass, excel, have the advantage over, τινός τινι one in a thing, Hdt., Ar.; also c. acc. pro gen., ὑπερφέρεις τόλμῃ τόλμαν Eur.: absol. to excel, have preeminence, Hdt., Soph.

Lexicon Thucydideum

transportare, to transport, carry over, 3.15.1, 3.81.1, 8.7.1,
PASS. 4.8.2,
superare, praestare, to surpass, excel, 1.81.1.