ὑποδεδιώς
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, (ὑποδείδω) Comic name of a bird in Ar.Av. 65.
German (Pape)
[Seite 1214] ὁ (s. ὑποδείδω), als kom. Vogelname bei Ar. Av. 65, nach Voß Bebesterz.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
« le peureux », n. commun d'oiseau.
Étymologie: ὑποδέδια.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδεδιώς: ὁ шутл. трусишка Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδεδιώς: ὁ, κωμικὸν ὄνομα πτηνοῦ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 65· ἴδε ὑποδείδω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
κωμική ονομασία πουλιού στον Αριστοφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δεδιώς «φοβισμένος»].
Greek Monotonic
ὑποδεδιώς: ὁ, κωμικό όνομα πτηνού στον Αριστοφ. ο φοβιτσιάρης.