ὑποξέω
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
English (LSJ)
A scrape underneath, τὰς ὁπλάς Hippiatr.104; ὑποξέοντες.. τῷ σμιλίῳ Aët.7.95.
2 wipe underneath, στρέψαντες σπόγγῳ ὑποξέουσι τὸ βλέφαρον ib.11.
German (Pape)
[Seite 1227] (s. ξέω), unten oder ein wenig schaben, glätten, schnitzen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποξέω: μέλλ. -ξέσω, ξέω ὑποκάτω ἢ ὀλίγον, ὑποξέειν τὰς πεπονθυίας ὁπλὰς Ἱππιατρ. 254, 25.
Greek Monolingual
Μ
1. ξύνω, λειαίνω κάτι από κάτω ή λίγο
2. σφουγγίζω κάτι από κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ξέω «ξύνω, λειαίνω»].