ὑποσημείωσις

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσημείωσις Medium diacritics: ὑποσημείωσις Low diacritics: υποσημείωσις Capitals: ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΙΣ
Transliteration A: hyposēmeíōsis Transliteration B: hyposēmeiōsis Transliteration C: yposimeiosis Beta Code: u(poshmei/wsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A noting down, ὑποσημειώσεις ποιεῖσθαι take notes of a conversation, D.L.2.122, cf. Nicom.Harm.1, Iamb.VP23.104 (pl.).
2 signature, PMeyer15.14 (iii A. D.), PLips.33 ii 17 (iv A. D.), Lyd.Mag.3.3, al.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσημείωσις: -εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ὑποσημειώσεις ποιοῦμαι, κρατῶ σημειώσεις, ὧν ἐμνημόνευεν ὑποσημειώσεις ἐποιεῖτο Διογέν. Λαέρτ. 2. 122. ΙΙ. παρατήρησις πρόσθετος, σημείωσις, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 103. 2) ὑπογραφή, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 5. 19. κλπ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσημείωσις: εως ἡ пометка, запись (ὑποσημειώσεις ποιεῖσθαι Diog. L.).

German (Pape)

ἡ, das Aufzeichnen, Niederschreiben, DL. 2.122; das daruntergesetzte Zeichen, die hinzugefügte Bemerkung, Iambl.