ὑποτανύω
From LSJ
English (LSJ)
= ὑποτείνω (A) 1.1 a, ὑπὸ δ' ἕρματα.. τάνυσσαν Il.1.486, cf. Ruf. ap. Orib.inc.20.2.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
ὑποτᾰνύω: подстилать, подкатывать (ἕρματα Hom. - in tmesi).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτᾰνύω: ὑποτείνω, ὑπὸ δ’ ἕρματα... τάνυσσαν Ἰλ. Α. 486.
Greek Monolingual
Α
απλώνω αποκάτω («ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + τανύω «τεντώνω, εκτείνω»].
Greek Monotonic
ὑποτᾰνύω: = ὑποτείνω, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
= ὑποτείνω, Il.]