ὑπωπιασμός

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπωπιασμός Medium diacritics: ὑπωπιασμός Low diacritics: υπωπιασμός Capitals: ΥΠΩΠΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: hypōpiasmós Transliteration B: hypōpiasmos Transliteration C: ypopiasmos Beta Code: u(pwpiasmo/s

English (LSJ)

ὁ, = suggillatio, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1241] ὁ, das Schlagen in's Gesicht, einer Beule, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπωπιασμός: ὁ, μεταφορ., ταλαιπωρία, δεινοπάθεια, Βασίλ. Μέγ. τ. 1, σ. 837D, 840C, τ. 2, σ. 444C, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 455Α.

Greek Monolingual

ὁ, Α ὑπωπιάζω
βάσανο, ταλαιπωρία.