ὑφόλμιον

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφόλμιον Medium diacritics: ὑφόλμιον Low diacritics: υφόλμιον Capitals: ΥΦΟΛΜΙΟΝ
Transliteration A: hyphólmion Transliteration B: hypholmion Transliteration C: yfolmion Beta Code: u(fo/lmion

English (LSJ)

τό, (ὅλμος II. I)
A mortar-stand, Ar.Fr.61.
II part of the ὅλμος (in a flute, v. ὅλμος II.5), Pherecr.242, Poll.4.70.

German (Pape)

τό, Untersatz des Mörsers oder der Stampfmühle; Poll. 10.114; Hesych.; Ansatz der Flöte am Mundstücke, Poll. 4.70; Pherecr. bei Phot.

Russian (Dvoretsky)

ὑφόλμιον: ὅλμος τό основание ступы Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφόλμιον: τό, (ὅλμος) τὸ ὑπόθημα ὅλμου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 155 (Πολύδ. Ι΄, 144). ΙΙ. μέρος τοῦ ὅλμου (ἐν τῷ αὐλῷ, ἴδε ὅλμος ΙΙ 5), Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ. 58, Πολύδ. Δ΄, 70.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. βάση γουδιού
2. το τμήμα του αυλού που βρίσκεται κοντά στο στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὅλμος «γουδί, το στόμιο του αυλού» + κατάλ. -ιον].