ὕειος
Full diacritics: ὕειος | Medium diacritics: ὕειος | Low diacritics: ύειος | Capitals: ΥΕΙΟΣ |
Transliteration A: hýeios | Transliteration B: hyeios | Transliteration C: yeios | Beta Code: u(/eios |
Contents
English (LSJ)
α, ον, (ὗς) A of or belonging to swine, κοιλία ὑεία pig's tripe, Ar.Eq.356; ὕ. τρίχες pig's bristles, Arist.HA519a24; σαρκὸς ὑείας κρέας Philetaer.10; κρεΐσκος Alex.189; πλευρόν Hermipp.45; ἀκροκώλιον Stratt.4, Antiph.126.2, cf. Hecat.9 J. (where ὕεα) ; ῥύγχος Anaxil.11; κοιλία, σπλάγχνα, Arist.HA495b27, 507b37; ὕεια (sc. κρέα) Anaxandr.39.7, Diocl.Fr.141, LXXPs.16(17).14, 1 Ma.1.47, cf. IG12(1).677.26 (Rhodes, iii B.C.):—θηρίον ὕ., as a type of brutish ignorance, Pl.R.535e; v. ὑηνός, ὑϊκός. (This form is censured by Thom.Mag.p.371 R., who recommends ὑεικός.)
Greek (Liddell-Scott)
ὕειος: -α, -ον, (ὗς) ὁ ἀνήκων εἰς χοίρους, σύειος, χοίρειος, ὑεία κοιλία Ἀριστοφ. Ἱππ. 356· ὕειαι τρίχες, «γουρουνότριχες», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 12, 5· σαρκὸς ὑείας κρέας Φιλέταιρος ἐν «Λαμπ.» 1· κρεΐσκος Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 4· πλευρὸν Ἕρμιππος ἐν «Μοίραις» 3. ἀκροκώλιον Ἀντιφάν. ἐν «Κορινθίᾳ» 1, πρβλ. Στράττιν ἐν «Ἀταλάντῃ» 2, Ἑκαταῖ. ἐν Ἀποσπ. 355· ῥύγχος Ἀναξίλ. ἐν «Καλυψοῖ» 1· κοιλία, σπλάγχνα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 17., 2. 17, 16· ὕεια (ἐξυπακ. κρέα) Ἀναξανδρ. ἐν «Πόλεσιν» 1. 7, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· - θηρίον ὕειον, ὡς τύπος κτηνώδους ἀμαθίας, Πλάτ. Πολ. 535Ε, πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ., καὶ ὑηνός, ὑϊκός. (Τὸν τύπον τοῦτον κατακρίνει ὁ Θωμᾶς Μάγιστρ. 865).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de porc.
Étymologie: ὗς.
Greek Monotonic
ὕειος: -α, -ον (ὗς), χοιρινός ή γουρουνίσιος, ὑεία κοιλία, χοιρινός πατσάς, κοιλιά, σε Αριστοφ.· θηρίον ὕειον, λέγεται για χαρακτήρα κτηνώδους, βάρβαρης αμάθειας, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὕειος: [ὗς] свиной (κοιλία Arph.; κρέας Plut.): τρίχες ὕειαι Arst. свиная щетина; θηρίον ὕειον Plat. животное вроде свиньи, перен., презр. свинья.
Middle Liddell
ὕειος, η, ον [ὗς]
of or belonging to swine, ὑεία κοιλία pig's tripe, Ar.:— θηρίον ὕ., as a type of brutish ignorance, Plat.