Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Full diacritics: ὕσπλαγξ | Medium diacritics: ὕσπλαγξ | Low diacritics: ύσπλαγξ | Capitals: ΥΣΠΛΑΓΞ |
Transliteration A: hýsplanx | Transliteration B: hysplanx | Transliteration C: ysplagks | Beta Code: u(/splagc |
ὕσπλαγξ: ᾱγγος, ἡ, καὶ ὕσπλαξ, ᾱγος, ἡ, Δωρικ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ.
ὕσπλαγξ: αγγος ἡ дор. Theocr. = ὕσπληγξ.
αγγος, ἡ, dor. = ὕσπληγξ.