ῥάκετρον
From LSJ
English (LSJ)
τό, butcher's cleaver, Poll.7.25 (v.l. ῥάχετρον): Hsch. has βράκετρον (Aeol. ?), pruning-hook.
German (Pape)
[Seite 833] τό, auch βράκετρον, ein Werkzeug der Köche, neben κοπίς Poll. 7, 25 genannt; Hesych. erkl. Letzteres δρέπανον κλαδευτήριον.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάκετρον: τό, ἐργαλεῖον μαγειρικόν, Πολυδ. Ζ΄, 25· ὁ Ἡσύχ. ἔχει βράκετρον (Αἰολ.;) δρέπανον, κλαδευτήριον.
Greek Monolingual
και αιολ. τ. βράκετον, τὸ, Α
1. είδος κοπίδας μάγειρα ή κρεοπώλη
2. (μόνον ο τ. βράκετρον) (κατά τον Ησύχ.) «δρέπανον, κλαδευτήριον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + επίθημα -τρον πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. ῥακέω, ενώ ο τ. βράκετον < ῥάκετρον με ανομοιωτική αποβολή του δεύτερου -ρ-].