ῥιξικάζεται

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιξικάζεται Medium diacritics: ῥιξικάζεται Low diacritics: ριξικάζεται Capitals: ΡΙΞΙΚΑΖΕΤΑΙ
Transliteration A: rhixikázetai Transliteration B: rhixikazetai Transliteration C: riksikazetai Beta Code: r(icika/zetai

English (LSJ)

ῥικάζεται, στροβεῖται, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ῥικάζεται, στροβεῖται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει τη μορφή ενός εκφραστικού τ. αντί του ῥικάζεται (< ῥικ-νός), ενώ δεν αποκλείεται η περίπτωση να είναι εσφ.].