ῥοῦς

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοῦς Medium diacritics: ῥοῦς Low diacritics: ρούς Capitals: ΡΟΥΣ
Transliteration A: rhoûs Transliteration B: rhous Transliteration C: roys Beta Code: r(ou=s

English (LSJ)

ὁ and ἡ: uncontr. acc. sg. masc.
A ῥόον Hp.Mul.1.31; dat. sg. fem. ῥόῳ ib.78; gen. ῥοῦ Id.Nat.Mul.32,34, Thphr.HP3.18.5 (fem.), etc.; but ῥοός Hp.Mul.2.181, Dsc.1.108; dat. ῥοΐ interpol. in Dorio ap. Ath.7.309f:—sumac, sumach, Rhus coriaria, Dsc. l.c.
2 sumac fruit, Sol.41, Antiph.142.2, Alex.127.6, PCair.Zen.83.4, 702.29 (iii B.C.); used in medicine, Hp. ll. cc.:—the fruit of one kind (ῥοῦς Συριακή Gal.19.741; ῥοῦς ἐρυθρός Hp.Mul.1.31, Gal.12.353, cf. 922) was used as a spice:—of another, in tanning, ῥοῦς βυρσοδεψική Hp.Mul.1.78; σκυτοδεψικός Ruf. ap. Orib.8.24.3.
II red ray, Lolium perenne, Dsc.4.43.B: ῥοῦς, ὁ, Att. contr. for ῥόος (stream, flow of water, current).
II v. ῥόον.

German (Pape)

[Seite 849] ὁ u. ἡ, gen. ῥοῦ u. ῥοός, s. Lob. Phryn. 87, ein kleiner Baum, dessen Rinde und Frucht zum Gerben des Leders gebraucht ward, wahrscheinlich der Sumach, Essigbaum oder Hirschkolbenbaum, rhus cotinus Linn., Theophr. u. A. – Von einer Art wurde die Frucht als Gewürz gebraucht, Ath. II, 68 u. öfter. ὁ, att. zsgzgn statt ῥόος.

French (Bailly abrégé)

ῥόου (ὁ) :
courant d'un fleuve ; κατὰ ῥόον, κὰρ ῥόον, en suivant le courant ; fig. κατὰ ῥοῦν PLAT sans obstacle, heureusement.
Étymologie: ῥέω.

Russian (Dvoretsky)

ῥόος: стяж. ῥοῦς
1 течение: κατὰ ῥόον и κὰρ ῥόον Hom., Her., κατὰ ῥοῦν Plat., Polyb. вниз по течению; πρὸς ῥόον Hom. против течения; ῥ. Ἀλφειοῖο Hom. воды Алфея;
2 текучесть, подвижность, стремительное движение (φορὰ καὶ ῥ. Plat.);
3 мед. истечение Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ῥόος: -ου, ὁ, Ἀττ. συνῃρ. ῥοῦς, ἴδε ἐν τέλ.: μεταγενέστεροι συγγραφεῖς ἔχουσι τὴν ἑτερόκλ. δοτ. ῥοΐ, ὡς νοῒ ἐκ τοῦ νοῦς, Ἑλλάνικ. (;) παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Φ. 242 (Ἀποσπ. 132)· ὡσαύτως γεν. ῥοός, αἰτ. ῥόα. Λοβ. εἰς Φρύν. 454 Paral. 173· (ῥέω)· - ὡς τὸ ῥοή, ῥεῦμα, ῥεῦσις, ῥοὴ ὕδατος, συχν. παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ ἑνικῷ· συχνάκις παρ’ αὐτῷ προστίθεται καὶ προσδιορισμὸς διὰ γενικῆς, ῥ. Ἀλφειοῖο, Ὠκεανοῖο, κτλ., Ἰλ. Π. 131., Λ. 726· κῦμα ῥόοιο Φ. 263· προχέειν ῥόον εἰς ἅλα αὐτόθι 219· ποταμοὺς ἔτρεψε νέεσθαι κὰρ ῥόον, τοὺς ἔτρεψε νὰ ῥέωσιν ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτῶν κοίτῃ, Μ. 33· κατὰ ῥόον, κατὰ τὸ ῥεῦμα, κατὰ τὴν ῥοὴν τῶν κυμάτων, τὴν δ’ ἐφόρει μέγα κῦμα κατὰ ῥόον ἔνθα καὶ ἔνθα περὶ τῆς σχεδίης τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ε. 327, 461, Ἡρόδ. 2. 96, κτλ.· μεταφορ., κατὰ ῥοῦν φέρεσθαι Πλάτ. Πολ. 492C· ταυτὶ κατὰ ῥ. προχωρεῖ Λουκιανοῦ Ζεὺς Τραγῳδ. 50· πρὸς ῥόον, ἐναντίον τοῦ ῥεύματος, Ἰλ. Φ. 303 (πρβλ. κατὰ Β. Ι. 1)· Βόσπορος, ῥ. θεοῦ Αἰσχύλ. Πέρσ. 746· - ῥεῦμα ἐν θαλάσσῃ, ὑπό τε ῥοῦ καὶ τοῦ ἀνέμου Θουκ. 1. 54· - ῥεῦμα ἀέρος, Ἐμπεδ. 356· ὁμοίως, ῥόος καπνοῦ Πινδ. Π. 1. 43. II. ῥύσις, ἐκροὴ νοσηρῶν ὑγρῶν ἐκ τοῦ σώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1255, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 11· ἴδε Foës Oecon. II. = ῥοὴ 2, Πλάτ. Κρατ. 411D, πρβλ. 419D. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 3 κἑξ.

Spanish

zumaque

Greek Monolingual

(I)
ο / ῥοῦς, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥόος και κυπρ. τ. ῥόFος, Α
1. η ροή, η κίνηση, το ρεύμα του νερού (α. «ο ρους του Αράχθου», β. «Βόσπορον ῥόον θεοῦ», Αισχύλ.
γ. «ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῖο», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. φορά, κατεύθυνση, πορεία (α. «ο ρους της ιστορίας» β. «παιδείαν... φερομένην κατὰ ῥοῦν, ᾗ ἄν οὗτος φέρῃ», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
φρ. «κατὰ ῥόον» ή «κατὰ ῥοῦν»
i) κατά την κατεύθυνση του ρεύματος, όπως πάει το ρεύμαεἰκῇ κατὰ ῥοῦν πλέοντας», Φιλόδ.
ii) γρήγορα, απότομα («τὰ πράγματα κατὰ ῥόον ἐφέρετο ὥσπερ ἐν κατακλυσμῷ», Κωνστάντιος)
iii) σύμφωνα με... («ἔστ' ἄν ἴοι κατὰ ῥοῦν τὰ πνευματικὰ καὶ τῆς ἀληθείας οἱ χαρα κτῆρες... ἐκφαίνοιντο», Κύριλλ.)
αρχ.
1. θαλάσσιο ρεύμα («ἐξενεχθέντων ὑπό τε τοῦ ῥοῦ καὶ τοῦ ἀνέμου», Θουκ.)
2. ρεύμα ανέμου
3. ρύση, έκκριση νοσηρών υγρών από το σώμα («νενοσηκὸς δὲ τοῦτο τὸ αἷμα καλεῖται ῥοῦς», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥοF- του ῥέω + κατάλ. -ος].
(II)
ο / ῥοῦς, ΝΜΑ
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, που ανήκει στην οικογένεια ανακαρδιίδες της τάξης ρουτώδη, με 150 περίπου είδη φυλλοβόλων δένδρων, θάμνων και λιανών, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή το είδος Rhus cotinus και το είδος Rhus coriaria, γνωστά σήμερα με τις κοινές ονομασίες κότινος ή σουμάκια, καθώς και ως χρυσόξυλο ή μπογιά το πρώτο και ρούδι το δεύτερο
αρχ.
1. ο καρπός του φυτού αυτού
2. το γνωστό με τη λόγια ονομασία αἶρα πολυετές φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το όνομα του φυτού έχει συνδεθεί με το ρ. ῥέω (πρβλ. ρους [Ι]), πιθ. λόγω του πλούσιου χυμού του].

Greek Monotonic

ῥοῦς: ὁ, Αττ. συνηρ. αντί ῥόος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. and f.
Meaning: sumach, Rhus coriatia (Dsc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The etymology from ῥέω is incorrect; s. André Laromus 15(1956)304ff.

Léxico de magia

ὁ bot. zumaque ἐπὶ δὲ ἀγωγίμων ἐπίθυε ῥόδα καὶ ῥοῦν para filtros quema rosas y zumaque P IV 2232

Lexicon Thucydideum

impetus fluctuum, onset of the waves, 1.54.1.

Translations

sumac

Afrikaans: sumak; Albanian: shqeme; Arabic: ⁧سُمَّاق⁩; Hijazi Arabic: ⁧سُمَّاق⁩; Aramaic Classical Syriac: ⁧ܣܘܡܩܐ⁩, ⁧ܐܘܓܐ⁩; Armenian: աղտոր; Azerbaijani Cyrillic: сумаг; Roman: sumaq; Basque: zumake; Bulgarian: шмак; Catalan: sumac; Cheyenne: no'aneonó'e; Chinese Mandarin: 鹽膚木屬/盐肤木属; Czech: škumpa; Danish: sumak; Dutch: sumak; Esperanto: sumako; Estonian: sumahh; Finnish: sumakki; French: sumac; Old French: sumac; Galician: sumagre; Georgian: თუთუბო; German: Sumach, Rhus; Greek: σουμάκι, ρούδι; Ancient Greek: ῥοῦς; Hebrew: ⁧אוג⁩; Hungarian: szömörce; Ido: sumako; Indonesian: sumac; Irish: sumach; Italian: sommacco; Japanese: 漆の木, ウルシノキ; Korean: 붉나무속; Kurdish Northern Kurdish: simaq; Lithuanian: žagrenis; Malay: sumac; Navajo: kʼįįʼ; Norwegian Bokmål: sumakslekta; Nynorsk: sumakslekta; Persian: ⁧سماق⁩; Polish: sumak; Portuguese: sumagre; Russian: сумах; Scots: sumac; Serbo-Croatian Cyrillic: сумах, сумак, руј; Roman: sȕmah, sȕmak, rȗj; Sorbian Upper Sorbian: sumak; Spanish: zumaque; Swahili: mchengele; Swedish: sumaksläktet; Turkish: sumak; Ukrainian: сумах; Urdu: ⁧سماق⁩; Uzbek: totim; Zazaki: sımaq

current

Albanian: lumë; Arabic: ⁧تَيَّار⁩; Armenian: հոսանք; Assamese: সোঁত; Bau Bidayuh: selog, sobag; Belarusian: паток, цячэнне; Brunei Bisaya: sinolog; Bulgarian: струя; Burmese: ယဉ်; Catalan: riu, corrent; Cebuano: sulog; Central Melanau: aruih; Chinese Mandarin: 水流, 流; Czech: proud; Dutch: stroming, stroom; Esperanto: fluo; Estonian: hoovus; Finnish: virta, virtaus; French: courant; Friulian: corint; Galician: corrente; Georgian: დინება, ნაკადი; German: Strömung; Greek: ρεύμα; Ancient Greek: ῥεῦμα, ῥόος, ῥοῦς, ῥόϝος; Hawaiian: au; Hebrew: ⁧זֶרֶם⁩; Hindi: प्रवाह, धारा; Hungarian: áram, áramlat, ár; Iban: arus, arong; Indonesian: arus; Interlingua: currente; Iranun: reges; Irish: sruth; Italian: corrente; Japanese: 流れ; Kazakh: ағым; Khmer: ចរន្ត, ស្រោតា; Kimaragang: linogod; Korean: 흐름; Lao: ກະແສ; Latin: flumen, cursus, aestus; Latvian: straume; Lithuanian: srovė, tėkmė; Lotud: sinolog; Macedonian: струја; Malay: arus; Manx: stroo; Maori: au; Mongolian: урсгал; Norman: couothant, halant; Norwegian Bokmål: strøm; Nynorsk: straum; Occitan: corrent; Old Irish: sruth; Persian: ⁧جریان⁩, ⁧جاری⁩; Polish: prąd inan; Portuguese: corrente; Romanian: curent, șuvoi, flux; Rungus: murullun; Russian: поток, течение; Sanskrit: रेतस्; Scottish Gaelic: sruth; Serbo-Croatian Cyrillic: струја; Roman: strúja; Slovak: tok, prúd; Slovene: tok; Spanish: corriente; Swahili: mkondo; Swedish: ström, strömning; Tagal Murut: aug; Tagalog: agos; Telugu: ప్రవాహం; Thai: กระแส; Turkish: akıntı, akım; Ukrainian: струм, поті́к, течія; Urdu: ⁧دھارا⁩; Vietnamese: dòng

flow

Arabic: تَدَفُّق‎; Armenian: հոսք, հոսանք; Asturian: fluxu, fluxu; Basque: etorri; Belarusian: цячэнне, плынь, паток; Blackfoot: áwa'kimsska; Breton: beradur; Bulgarian: течение, поток; Catalan: flux; Chinese Mandarin: 流; Chuvash: юх; Czech: tok, proudění; Danish: strøm; Dutch: stroom; Esperanto: fluo, alfluo; Estonian: vool; Finnish: virtaus; French: écoulement, flux; Galician: fluxo; Georgian: დინება, დენა; German: Fluss; Greek: ροή; Ancient Greek: ῥεῦμα, ῥοία, ῥόος, ῥοῦς, ῥόϝος; Hindi: प्रवाह; Hungarian: áramlás; Indonesian: alir; Irish: sreabh, sileadh; Italian: flusso, colata, scorrimento; Japanese: 流れ; Karachay-Balkar: агъым; Kashubian: cec; Korean: 흐름; Latgalian: tekme; Latin: fluxus; Latvian: plūsma; Luhya: omuhula; Macedonian: тек, течение; Marathi: वाहने; Mongolian Cyrillic: урсгал; Norwegian Bokmål: flom, strøm; Plautdietsch: Fluss; Polish: przepływ; Portuguese: fluxo, escoamento, caudal; Romanian: curgere; Russian: течение, поток; Sanskrit: रेतस्; Serbo-Croatian Cyrillic: то̑к, тѐче̄ње; Roman: tȏk, tèčēnje; Sicilian: flussu; Slovak: prúd, tok; Slovene: tok; Southern Altai: агыш; Spanish: flujo; Sundanese: kucur; Swahili: mkondo; Swedish: ström, flöde; Telugu: ప్రవాహము; Turkish: akış; Ukrainian: течі́я, теча, плин, плив, поті́к, струм; Vietnamese: dòng chảy