There is currently no text in this page. You can search for this page title in other pages, or search the related logs, but you do not have permission to create this page.
Category:Ancient Greek Verbs
Pages in category "Ancient Greek Verbs"
The following 200 pages are in this category, out of 4,743 total.
(previous page) (next page)Α
- αποκαλύπτειν
- αὐαίνεσθαι
- αἰάζειν
- αἰδεῖσθαι
- αἰθαλοῦν
- αἰκάλλειν
- αἰκίζεσθαι
- αἰνίσσεσθαι
- αἰνεῖν
- αἰσθάνεσθαι
- αἰσχύνειν
- αἰσχύνεσθαι
- αἰτεῖν
- αἰτεῖσθαι
- αἰτιᾶσθαι
- αἰχμάζειν
- αἰωρεῖν
- αἰωρεῖσθαι
- αἱμάσσειν
- αἱματοῦν
- αἱμωδιᾶν
- αἱρεῖν
- αἱρεῖσθαι
- αἴθειν
- αἴθεσθαι
- αἴρειν
- αἴρεσθαι
- αἵρεσθαι
- αὐαίνειν
- αὐδᾶν
- αὐθαδίζεσθαι
- αὐλίζεσθαι
- αὐλεῖν
- αὐξάνειν
- αὐξάνεσθαι
- αὐτομολεῖν
- αὐτονομεῖσθαι
- αὐτοσχεδιάζειν
- αὐχενίζειν
- αὐχεῖν
- αὐχμεῖν
- αὔξειν
- αὔξεσθαι
Β
- βάλλειν
- βάλλεσθαι
- βάπτειν
- βόσκειν
- βόσκεσθαι
- βαίνειν
- βαδίζειν
- βακχεύειν
- βακχιάζειν
- βακχᾶν
- βαλλαντιοτομεῖν
- βαπτίζεσθαι
- βαρύνειν
- βαρύνεσθαι
- βαρβαρίζειν
- βασανίζειν
- βασιλεύειν
- βασκαίνειν
- βαστάζειν
- βδάλλειν
- βεβαιοῦν
- βεβαιοῦσθαι
- βεβηκέναι
- βιάζεσθαι
- βιβρώσκειν
- βιοτεύειν
- βιῶναι
- βλάπτειν
- βλέπειν
- βλαστάνειν
- βλασφημεῖν
- βούλεσθαι
- βοᾶν
- βοηδρομεῖν
- βοηθεῖν
- βουθυτεῖν
- βουκολεῖν
- βουλεύειν
- βουλεύεσθαι
- βουλιμιᾶν
- βουσφαγεῖν
- βουφορβεῖν
- βρέμειν
- βρέχειν
- βρίζειν
- βρίθειν
- βρίθεσθαι
- βρύειν
- βρύκειν
- βραβεύειν
- βραδύνειν
- βριμᾶσθαι
- βροντᾶν
- βροτοκτονεῖν
- βρυχᾶσθαι
- βυρσοδεψεῖν
- βυσσοδομεύω
- βωμολοχεύεσθαι
Γ
- γέμειν
- γίγνεσθαι
- γίγνομαι
- γαμεῖν
- γαμεῖσθαι
- γαργαλίζεσθαι
- γαυροῦσθαι
- γείνασθαι
- γεύειν
- γεύεσθαι
- γεγεῦσθαι
- γεγηθέναι
- γεγωνίσκειν
- γεγωνεῖν
- γειτνιᾶν
- γειτονεῖν
- γελωτοποιεῖν
- γελᾶν
- γεμίζειν
- γεμίζεσθαι
- γενεαλογεῖν
- γενειάσκειν
- γενειᾶν
- γεννᾶν
- γεραίρειν
- γερονταγωγεῖν
- γεφυροῦν
- γεωμετρεῖν
- γεωργεῖν
- γηράσκειν
- γηροβοσκεῖν
- γηροτροφεῖν
- γιγνώσκειν
- γλίχεσθαι
- γλύφειν
- γλωττοστροφεῖν
- γνάμπτειν
- γνωμοτυπεῖν
- γνωρίζειν
- γνωρίζεσθαι
- γοητεύειν
- γομφοῦσθαι
- γράφειν
- γράφεσθαι
- γρύζειν
- γραμματεύειν
- γυμνάζειν
- γυμνάζεσθαι
- γυμνοῦν
- γυναικίζειν
Δ
- δάκνειν
- δάκνεσθαι
- δέρειν
- δέρκεσθαι
- δέχεσθαι
- δύεσθαι
- δύναμαι
- δύνασθαι
- δύνειν
- δαίειν
- δαίεσθαι
- δαίνυσθαι
- δαιμονᾶν
- δαινύναι
- δακρύειν
- δακρυρροεῖν
- δαμάζειν
- δαμασθῆναι
- δαμῆναι
- δανείζειν
- δαπανᾶν
- δαρδάπτειν
- δασύνεσθαι
- δεύειν
- δεδοικέναι
- δεικνύναι
- δειμαίνειν
- δειματοῦσθαι
- δεκάζειν
- δεκατεύειν
- δελεάζειν
- δελτοῦσθαι
- δεννάζειν
- δεξιοῦσθαι
- δεσμεύειν
- δεσπόζειν
- δεσπόζεσθαι
- δευτεριάζειν
- δεῖν
- δεῖσθαι
- δηλοῦν
- δημαγωγεῖν
- δημαρχεῖν
- δημεύειν
- δημηγορεῖν
- δημιουργεῖν