There is currently no text in this page. You can search for this page title in other pages, or search the related logs, but you do not have permission to create this page.
Category:Ancient Greek to Chinese
Pages in category "Ancient Greek to Chinese"
The following 200 pages are in this category, out of 5,938 total.
(previous page) (next page)Α
- α
- αὐθαίρετος
- αὐλός
- αὐξάνω
- αὐτόματος
- αὐχέω
- αὐχμηρός
- αἰών
- αἰώνιος
- Αἰγύπτιος
- αἰγιαλός
- αἰδώς
- Αἰθίοψ
- Αἰνέας
- αἰνέω
- Αἰνών
- αἰσθάνομαι
- αἰσθητήριον
- αἰσχύνη
- αἰσχύνομαι
- αἰσχρός
- αἰσχρότης
- αἰσχροκερδής
- αἰσχροκερδῶς
- αἰσχρολογία
- αἰτέω
- αἰτία
- αἰτίαμα
- αἰτίωμα
- αἰτιάομαι
- αἰφνίδιος
- αἰχμάλωτος
- αἰχμαλωσία
- αἰχμαλωτίζω
- αἰχμαλωτεύω
- αἱματεκχυσία
- αἱμορροέω
- αἱρέομαι
- αἱρετίζω
- αἱρετικός
- αἴγειος
- Αἴγυπτος
- αἴνεσις
- αἴνιγμα
- αἴξ
- αἴρω
- αἴσθησις
- αἴτημα
- αἴτιος
- αἵρεσις
- αἶνος
- αἷμα
- αὐγάζω
- αὐγή
- αὐθάδης
- αὐθεντέω
- αὐλέω
- αὐλή
- αὐλίζομαι
- αὐλητής
- αὐστηρός
- αὐτάρκεια
- αὐτάρκης
- αὐτόπτης
- αὐτός
- αὐτόφωρος
- αὐτόχειρ
- αὐτοκατάκριτος
- Αὔγουστος
- αὔξησις
- αὔξω
- αὔριον
Β
- Βάαλ
- βάθος
- βάλλω
- βάπτισμα
- βάπτω
- βάρβαρος
- βάρος
- βάσανος
- βάσις
- βάτος
- βάτραχος
- βάϊον
- βέβαιος
- βέβηλος
- βέλος
- Βέροια
- βήρυλλος
- βία
- βίαιος
- βίβλος
- βίος
- βίωσις
- Βόες
- βόθρος
- βόθυνος
- Βόος
- βόρβορος
- βόσκω
- βότρυς
- βύσσινος
- βύσσος
- Βαβυλών
- βαθύνω
- βαθύς
- βαθμός
- Βαλάκ
- Βαλαάμ
- βαλλάντιον
- βαπτίζω
- βαπτισμός
- βαπτιστής
- βαρ
- Βαράκ
- βαρέω
- βαρέως
- βαρύνω
- βαρύς
- βαρύτιμος
- Βαραββᾶς
- Βαραχίας
- Βαρθολομαῖος
- Βαριησοῦς
- Βαριωνᾶ
- Βαριωνᾶς
- Βαρναβᾶς
- Βαρσαββᾶς
- Βαρτιμαῖος
- βασίλειος
- βασίλισσα
- βασανίζω
- βασανισμός
- βασανιστής
- βασιλίσκος
- βασιλεία
- βασιλεύς
- βασιλεύω
- βασιλικός
- βασκαίνω
- βαστάζω
- βατταλογέω
- βδέλυγμα
- βδελύσσομαι
- βδελυκτός
- Βεώρ
- βεβαίωσις
- βεβαιόω
- βεβηλόω
- Βεελζεβούλ
- βελόνη
- Βελιάρ
- βελτίων
- Βενιαμίν
- Βενιαμείν
- Βερνίκη
- Βεροιαῖος
- Βεωορσόρ
- Βηθαβαρά
- Βηθανία
- Βηθαραβά
- Βηθεσδά
- Βηθζαθά
- Βηθλέεμ
- Βηθσαϊδά
- Βηθσαϊδάν
- Βηθφαγή
- βιάζω
- βιόω
- βιαστής
- βιβλίον
- βιβλαρίδιον
- βιβλιδάριον
- βιβρώσκω
- Βιθυνία
- βιωτικός
- βλάπτω
- Βλάστος
- βλάσφημος
- βλέμμα
- βλέπω
- βλαβερός
- βλαστάνω
- βλαστάω
- βλασφημέω
- βλασφημία
- βλητέος
- βοάω
- βοή
- βοήθεια
- Βοόζ
- βούλημα
- βούλομαι
- Βοανηργές