Anonymous

βαυκίζω: Difference between revisions

From LSJ
7
(6_1)
(7)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''βαυκίζω''': (βαυκὸς) θρύπτομαι, χαϊδεύομαι, Λατ. delicius facere, Α. Β. 225. – Μέσ., Ἄλεξ. Ταραντ. 4. 9, Ἡσύχ.
|lstext='''βαυκίζω''': (βαυκὸς) θρύπτομαι, χαϊδεύομαι, Λατ. delicius facere, Α. Β. 225. – Μέσ., Ἄλεξ. Ταραντ. 4. 9, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[βαυκίζω]] (Α) [[βαυκός]]<br />χαϊδεύομαι.
}}
}}