Anonymous

χώνευμα: Difference between revisions

From LSJ
47c
(6_21)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χώνευμα''': τό, [[ἔργον]] χωνευτόν, χυτὸν [[εἴδωλον]], Ἑβδ. (Δευτ. Θ΄, 12, κ. ἀλλ.).
|lstext='''χώνευμα''': τό, [[ἔργον]] χωνευτόν, χυτὸν [[εἴδωλον]], Ἑβδ. (Δευτ. Θ΄, 12, κ. ἀλλ.).
}}
{{grml
|mltxt=-εύματος, το, ΝΜΑ, και χώνεμα Ν [[χωνεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πέψη]], [[χώνευση]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με μέταλλα) [[τήξη]]<br /><b>3.</b> [[καύση]] διαφόρων αντικειμένων ώσπου να μετατραπούν σε [[στάχτη]], [[αποτέφρωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />χυτό [[δημιούργημα]].
}}
}}