Anonymous

θρονιστής: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_19)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θρονιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐνθρονίζων, Συνέσ. Ἐπιστ. 67.
|lstext='''θρονιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐνθρονίζων, Συνέσ. Ἐπιστ. 67.
}}
{{grml
|mltxt=[[θρονιστής]], ὁ (Α) [[θρονίζω]]<br />αυτός που ενθρονίζει, αυτός που εγκαθιστά κάποιον στον θρόνο.
}}
}}