Anonymous

ἱμανήθρη: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_1)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱμανήθρη''': (ἱμονήθρη Rutherfoed), ἡ, = ἱμονιά, τὴν ἱμανήθρην τοῦ κάδου [[ταχέως]] λῦσον Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 5. 11.
|lstext='''ἱμανήθρη''': (ἱμονήθρη Rutherfoed), ἡ, = ἱμονιά, τὴν ἱμανήθρην τοῦ κάδου [[ταχέως]] λῦσον Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 5. 11.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱμανήθρη]], ἡ (Α)<br />[[ιμονιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. <i>ιμάς</i>, -<i>άντος</i> (<b>βλ.</b> [[ιμάντας]]) και προέρχεται πιθ. από <i>ἱμανῶ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἵμων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιμονιά]]). Εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>η</i>-<i>θρα</i> (<span style="color: red;"><</span> [[επίθημα]] -<i>θρον</i> / -<i>θρα</i> παρεκτεταμένο με -<i>η</i>-), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δακτυλ</i>-<i>ήθρα</i>, <i>κολυμβ</i>-<i>ήθρα</i>].
}}
}}