Anonymous

εὐδιάσπαστος: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_16)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδιάσπαστος''': -ον, εὐκόλως διασπώμενος, ἐξαγόμενος ἐκ τῆς γῆς εἰς ἣν ἐνεπάγη, ἐπὶ χαράκων, Πολύβ. 18. 1, 9.
|lstext='''εὐδιάσπαστος''': -ον, εὐκόλως διασπώμενος, ἐξαγόμενος ἐκ τῆς γῆς εἰς ἣν ἐνεπάγη, ἐπὶ χαράκων, Πολύβ. 18. 1, 9.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐδιάσπαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που διασπάται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διασπαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διασπώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[διάσπαστος]], <i>δυσ</i>-[[διάσπαστος]].
}}
}}