3,274,308
edits
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. inf. pf. Pass.</i> [[κεκαδδίσθαι]], <i>vulg.</i> κεκαδεῖσθαι;<br />décider par les urnes, par un scrutin.<br />'''Étymologie:''' [[κάδος]]. | |btext=<i>seul. inf. pf. Pass.</i> [[κεκαδδίσθαι]], <i>vulg.</i> κεκαδεῖσθαι;<br />décider par les urnes, par un scrutin.<br />'''Étymologie:''' [[κάδος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καδδίζω]] (Α) [[κάδδιχος]]<br />[[ρίχνω]] την ψήφο στον κάδδιχον, στην [[κάλπη]], και κατ' επέκτ. [[ρίχνω]] αποδοκιμαστική ψήφο, [[αποδοκιμάζω]] με την ψήφο<br />το ρ. επλάσθη για να εξηγήσει το απρμφ. παθ. παρκμ. <i>κεκαδδίσθαι</i> ή <i>κεκαδδεῑσθαι</i> ([[κατά]] τα αντίγρ.) ή <i>κεκαδδῆσθαι</i> ή <i>κεκαδδίχθαι</i> ή <i>κεκαδδιχίσθαι</i> ή <i>ἐκκεκαδδιχίσθαι</i> που υπάρχει στον <b>Πλούτ.</b> («τὸν δὲ [[οὕτως]] ἀποδοκιμασθέντα κεκαδδῑχθαι λέγουσι» — γι' αυτόν που αποδοκιμάστηκε με [[ψηφοφορία]] λένε ότι έχει καδδισθεί, <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |