Anonymous

κατάνευρος: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_16)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάνευρος''': -ον, [[πλήρης]] νεύρων ἢ ἰνῶν, [[νευρώδης]], Ἱππιατρ.
|lstext='''κατάνευρος''': -ον, [[πλήρης]] νεύρων ἢ ἰνῶν, [[νευρώδης]], Ἱππιατρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάνευρος]], -ον (Μ)<br />[[γεμάτος]] [[νεύρα]] ή ίνες («κατάνευρα μέρη», Ιππιατρ.).
}}
}}