Anonymous

κακομηχανία: Difference between revisions

From LSJ
18
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />odieuse machination.<br />'''Étymologie:''' [[κακομήχανος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />odieuse machination.<br />'''Étymologie:''' [[κακομήχανος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κακομηχανία]], ἡ (AM) [[κακομηχανώ]]<br />το να μηχανεύεται [[κάποιος]] κακές τέχνες, το να επινοεί συμφορές, [[δολιότητα]], [[πανουργία]] («τὴν κακομηχανίαν τοῡ ἀνδρὸς καὶ τὴν ἐπίνοιαν ἐμίσησα», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
}}