Anonymous

ἀρτέμων: Difference between revisions

From LSJ
6
(T22)
(6)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἀρτεμονος (L T Tr WH ἀρτεμωνος, cf. Winer s Grammar, § 9,1d.; (Buttmann, 24 (22))), ὁ, [[top]]-[[sail]] (or foresail?) of a [[ship]]: Acts 27:40; cf. Meyer at the [[passage]]; ([[especially]] Smith, Voyage and Shipwr. of St. Paul, p. 192 f; Graser in the Philologus, 3rd suppl. 1865, p. 201ff).
|txtha=ἀρτεμονος (L T Tr WH ἀρτεμωνος, cf. Winer s Grammar, § 9,1d.; (Buttmann, 24 (22))), ὁ, [[top]]-[[sail]] (or foresail?) of a [[ship]]: Acts 27:40; cf. Meyer at the [[passage]]; ([[especially]] Smith, Voyage and Shipwr. of St. Paul, p. 192 f; Graser in the Philologus, 3rd suppl. 1865, p. 201ff).
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀρτέμων]])<br />ο [[φλόκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[ιστίο]] του μικρού καταρτιού της πλώρης<br /><b>2.</b> η [[τρίτη]] [[τροχαλία]] στο «πολύσπαστον» του Αρχιμήδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης προελεύσεως. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για παράγωγο του ρ. [[αρτέομαι]] «ετοιμάζομαι», [[αλλά]] πιο πιθανή φαίνεται η [[υπόθεση]] ότι προήλθε από το ρ. [[αρτώ]] «[[κρεμώ]]», [[πράγμα]] που αντιστοιχεί και αρμόζει και στις δύο σημασίες της λ. Ο τ. ανήκει στις λέξεις της τεχνικής ορολογίας με [[επίθημα]] -<i>μων</i> / -<i>μονος</i>, που συνιστούν [[κυρίως]] ονόματα οργάνων. Ο [[λατινικός]] όρος <i>artemo</i>(<i>n</i>), -<i>onis</i>, με την [[ίδια]] [[σημασία]], [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική και απο αυτόν προήλθε και το γαλλ. <i>artimon</i> «[[κατάρτι]] στην [[πρύμνη]] του πλοίου»].
}}
}}