Anonymous

κήρινθος: Difference between revisions

From LSJ
20
(6_15)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κήρινθος''': ὁ, τροφὴ τῶν μελισσῶν, [[ὡσαύτως]] [[ἐριθάκη]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5, Ἡσύχ. ΙΙ. [[εἶδος]] ἕλκους, Ἡσύχ.
|lstext='''κήρινθος''': ὁ, τροφὴ τῶν μελισσῶν, [[ὡσαύτως]] [[ἐριθάκη]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5, Ἡσύχ. ΙΙ. [[εἶδος]] ἕλκους, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κήρινθος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> η [[τροφή]] τών [[μελισσών]], η [[εριθάκη]], ρευστή [[κομμιώδης]] [[ουσία]], διαφορετική από το [[μέλι]], η οποία παράγεται από τις μέλισσες ως [[τροφή]] τους<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[είδος]] έλκους, [[είδος]] πληγής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]]. Η κατάλ. -<i>ινθος</i> παρατηρείται συν. σε λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].
}}
}}