Anonymous

κομμωτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "( " to "("
(21)
m (Text replacement - "( " to "(")
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kommotikos
|Transliteration C=kommotikos
|Beta Code=kommwtiko/s
|Beta Code=kommwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for embellishment</b>, ἄσκησις <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>9</span>; ποικιλία <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>24.303c</span>; τίνι διαφέρει τοῦ κ. τὸ κοσμητικὸν τῆς ἰατρικῆς μέρος Gal.12.434, cf. <span class="bibl"><span class="title">UP</span>1.9</span>: <b class="b3">-κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) the <b class="b2">art of embellishment</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>463b</span>, Phld.<span class="title">Rh.</span>2.183 S.: metaph., of style, κόσμος τις ἐπικείμενος ἔξωθεν κ. <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>1.12</span>, cf. <span class="bibl">9</span>, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>24.303c</span>. Adv. -<b class="b3">κῶς, ἔχειν</b> Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>1064</span>.</span>
|Definition=κομμωτική, κομμωτικόν, of or for [[embellishment]], ἄσκησις Luc.''Am.''9; ποικιλία Them.''Or.''24.303c; τίνι διαφέρει τοῦ κ. τὸ κοσμητικὸν τῆς ἰατρικῆς μέρος Gal.12.434, cf. ''UP''1.9: ἡ [[κομμωτική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) the [[art of embellishment]], [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 463b, Phld.''Rh.''2.183 S.: metaph., of style, κόσμος τις ἐπικείμενος ἔξωθεν κ. Hermog.''Id.''1.12, cf. 9, Them.''Or.''24.303c. Adv. [[κομμωτικῶς]], [[ἔχειν]] Sch.Ar.''Pl.''1064.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1479.png Seite 1479]] zum Putzen, Schmücken, Schminken gehörig; ἡ κομμωτική, sc. [[τέχνη]], die Kunst sich zu putzen, Plat. Gorg. 465 b u. Sp.; immer mit tadelnder Nebenbedeutung, auch bei Rhett., κομμωτικὸν [[κάλλος]] τοῦ λόγου. – Auch adv., κομμωτικῶς καὶ [[ἐψιμυθισμένως]] ἔχει Schol. Ar. Plut. 1064.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1479.png Seite 1479]] zum Putzen, Schmücken, Schminken gehörig; ἡ κομμωτική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], die Kunst sich zu putzen, Plat. Gorg. 465 b u. Sp.; immer mit tadelnder Nebenbedeutung, auch bei Rhett., κομμωτικὸν [[κάλλος]] τοῦ λόγου. – Auch adv., κομμωτικῶς καὶ [[ἐψιμυθισμένως]] ἔχει Schol. Ar. Plut. 1064.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui concerne la parure]] ; ἡ κομμωτική ([[τέχνη]]) l'art de parer avec recherche, de farder, de pomponner;<br /><b>2</b> orné, prétentieux (style).<br />'''Étymologie:''' [[κομμόω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κομμωτικός -ή -όν [κομμωτής] verfraaiings-; subst. ἡ κομμωτική (''[[sc.]]'' τέχνη) opsierkunst.
}}
{{elru
|elrutext='''κομμωτικός:''' [[служащий для украшения]], [[украшающий]] ([[ἄσκησις]] Luc.).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κομμωτικός]] -ή, -όν) [[κομμώ]] (II)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περιποίηση]] και στον καλλωπισμό της [[κόμης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το θηλ. ως ουσ.) <i>η κομμωτική</i><br />η [[τέχνη]] του κομμωτή<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ύφος) αυτός που έχει [[καλλιέπεια]] («οὐ μεῖον ταῖς ἐννοίαις [[ἡδύς]], ἀλλὰ καὶ τῇ φράσει [[κομμωτικός]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κομμωτική</i><br />η [[τέχνη]] του καλλωπισμού («τὴν γε κομμωτικὴν καὶ τὴν σοφιστικὴν», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κομμωτικῶς</i> (Α)<br />με καλλωπισμό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κομμωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον καλλωπισμό· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του καλλωπισμού, σε Πλάτ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κομμωτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς καλλώπισιν, ἄσκησις Λουκ. Ἔρωτες 9· τὸ κ. τῆς ἰατρικῆς [[μέρος]] Γαλην.· ― ἡ -κὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ καλλύνειν ἢ καλλωπίζειν, Πλάτ. Γοργ. 463Β, 465Β. ― μεταφ. ἐπὶ ὕφους, Ἑρμογ., κτλ.· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1063.
|lstext='''κομμωτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς καλλώπισιν, ἄσκησις Λουκ. Ἔρωτες 9· τὸ κ. τῆς ἰατρικῆς [[μέρος]] Γαλην.· ― ἡ -κὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ καλλύνειν ἢ καλλωπίζειν, Πλάτ. Γοργ. 463Β, 465Β. ― μεταφ. ἐπὶ ὕφους, Ἑρμογ., κτλ.· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1063.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne la parure ; ἡ κομμωτική ([[τέχνη]]) l’art de parer avec recherche, de farder, de pomponner;<br /><b>2</b> orné, prétentieux (style).<br />'''Étymologie:''' [[κομμόω]].
|mdlsjtxt=[[κομμωτικός]], ή, όν<br />of or for [[embellishment]]:— ἡ -κή (''[[sc.]]'' τέχνἠ, the art of [[embellishment]], Plat.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κομμωτικός]] -ή, -όν) [[κομμώ]] (II)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[περιποίηση]] και στον καλλωπισμό της [[κόμης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το θηλ. ως ουσ.) <i>η κομμωτική</i><br />η [[τέχνη]] του κομμωτή<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ύφος) αυτός που έχει [[καλλιέπεια]] («οὐ μεῑον ταῑς ἐννοίαις [[ἡδύς]], ἀλλὰ καὶ τῇ φράσει [[κομμωτικός]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κομμωτική</i><br />η [[τέχνη]] του καλλωπισμού («τὴν γε κομμωτικὴν καὶ τὴν σοφιστικὴν», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κομμωτικῶς</i> (Α)<br />με καλλωπισμό.
}}
}}