Anonymous

κυνδαλισμός: Difference between revisions

From LSJ
22
(6_14)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυνδᾰλισμός''': ὁ, «ὁ δὲ κυνδαλισμὸς διὰ πατταλίων ἐστὶ [[παιδιά]]· κύνδαλα γὰρ τοὺς παττάλους ὠνόμαζον, ἦν δ’ [[ἔργον]] οὐ μόνον αὐτῷ τινι καταπῆξαι τὸν πάτταλον κατὰ τῆς διύγρου, ἀλλὰ καὶ τὸν καταπαγέντα ἐκκροῦσαι πλήξαντα κατὰ τὴν κεφαλὴν ἑτέρῳ παττάλῳ» [[Πολυδ]]. Θ΄, 120· κυνδάλη, ἡ, Ἡσύχ.· ― κυνδᾰλοπαίκτης, ὁ, ὁ παίζων, [[Πολυδ]]. ἄνθ’ ἀνωτ., καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει κυνδάλη.
|lstext='''κυνδᾰλισμός''': ὁ, «ὁ δὲ κυνδαλισμὸς διὰ πατταλίων ἐστὶ [[παιδιά]]· κύνδαλα γὰρ τοὺς παττάλους ὠνόμαζον, ἦν δ’ [[ἔργον]] οὐ μόνον αὐτῷ τινι καταπῆξαι τὸν πάτταλον κατὰ τῆς διύγρου, ἀλλὰ καὶ τὸν καταπαγέντα ἐκκροῦσαι πλήξαντα κατὰ τὴν κεφαλὴν ἑτέρῳ παττάλῳ» [[Πολυδ]]. Θ΄, 120· κυνδάλη, ἡ, Ἡσύχ.· ― κυνδᾰλοπαίκτης, ὁ, ὁ παίζων, [[Πολυδ]]. ἄνθ’ ἀνωτ., καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει κυνδάλη.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κυνδαλισμός]])<br />[[είδος]] παιχνιδιού [[κατά]] το οποίο οι παίκτες προσπαθούν με έναν πάσσαλο να βγάλουν έναν άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύνδαλος]], πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου <i>κυνδαλίζω</i>].
}}
}}