Anonymous

κύτος: Difference between revisions

From LSJ
2,642 bytes added ,  29 September 2017
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> creux, cavité;<br /><b>2</b> objet creux (vase, coupe, urne, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> <i>p. ext. c.</i> [[σκῦτος]] : ce qui recouvre <i>ou</i> enveloppe : τὸ τῆς ψυχῆς [[κύτος]] PLAT l’enveloppe de l’âme, le corps ; <i>abs.</i> le corps.<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, être arrondi <i>ou</i> courbe ; cf. <i>lat.</i> cutis.
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> creux, cavité;<br /><b>2</b> objet creux (vase, coupe, urne, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> <i>p. ext. c.</i> [[σκῦτος]] : ce qui recouvre <i>ou</i> enveloppe : τὸ τῆς ψυχῆς [[κύτος]] PLAT l’enveloppe de l’âme, le corps ; <i>abs.</i> le corps.<br />'''Étymologie:''' R. Κυ, être arrondi <i>ou</i> courbe ; cf. <i>lat.</i> cutis.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[κύτος]])<br /><b>1.</b> [[καθετί]] που χωράει [[κάτι]], [[κοιλότητα]], [[κοίλωμα]], [[βαθούλωμα]] («τί δαὶ δεκάμνῳ τῷδε [[θώρακος]] κύτει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[κοίλο]] [[μέρος]] του πλοίου [[μεταξύ]] εσωτροπίου και καταστρώματος, το [[αμπάρι]] (α. «οι αντλίες έβγαλαν τα νερά που είχαν εισδύσει στο [[κύτος]]» β. «κατὰ [[μέσον]] τὸ [[κύτος]] ὑπὸ τὸν θρανίτην σκαλμὸν ἐδέθη», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] κοιλοτήτων του σώματος που περικλείονται από οστά (α. «το [[κύτος]] του θώρακα» β. «τὸ [[ὄπισθεν]] [[κύτος]]» — το [[ινίο]]<br />γ. «τὸ ἀπ' αὐχένος [[μέχρι]] αἰδοίων [[κύτος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγγείο]], [[υδρία]] («σμικρὸς προσήκεις [[ὄγκος]] ἐν σμικρῷ κύτει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που περιέχει ή καλύπτει [[κάτι]] («τὸ τῆς κεφαλῆς [[κύτος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[σώμα]] («ἀνδρείῳ κύτει [[βούπρῳρος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κύτος]] [[ἀστέριον]]» — ο [[έναστρος]] [[ουρανός]]<br />β) «τὸ [[κύτος]] τῆς πόλεως» — όλη η [[πόλη]]<br />γ) «τὸ τῆς ψυχῆς [[κύτος]]» — το [[σώμα]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />δ) «πλεκτὸν [[κύτος]]» — [[καλάθι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>s</i>)<i>qu</i>-<i>t</i>-, παρεκτεταμένη (με οδοντικό -<i>t</i>-), [[μορφή]] της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>qeu</i>- «[[σκεπάζω]], [[καλύπτω]]», συνδέεται δε με τα λατ. <i>cutis</i> [[δέρμα]], αρχ. άνω γερμ. <i>h</i><i>ū</i><i>t</i> «[[δέρμα]]» και με το [[σκῦτος]]. Η ύπαρξη του παράγωγου επιρρήματος [[ἐγκυτί]] «[[μέχρι]] το [[δέρμα]]» οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι η αρχική σημ. της λ. [[κύτος]] θα ήταν «[[περικάλυμμα]], [[δέρμα]]»].
}}
}}