Anonymous

μελιτώδης: Difference between revisions

From LSJ
24
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui ressemble au miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />qui ressemble au miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (ΑM [[μελιτώδης]], -ῶδες) [[μέλι]]<br />αυτός που μοιάζει με το [[μέλι]] ως [[προς]] τη [[γεύση]], το [[χρώμα]] ή τη [[σύσταση]], [[μελιτόχρους]], [[μελιχρός]], [[μελάτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παχύρρευστος]] σαν το [[μέλι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. ως κύριο όν.) <i>Μελιτῶδες</i><br />[[προσωνυμία]] της Περσεφόνης, [[επειδή]] οι ιέρειές της και οι ιέρειες της Δήμητρος ονομάζονταν Μέλισσες.
}}
}}