3,274,216
edits
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />qui ressemble au miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br />qui ressemble au miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (ΑM [[μελιτώδης]], -ῶδες) [[μέλι]]<br />αυτός που μοιάζει με το [[μέλι]] ως [[προς]] τη [[γεύση]], το [[χρώμα]] ή τη [[σύσταση]], [[μελιτόχρους]], [[μελιχρός]], [[μελάτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παχύρρευστος]] σαν το [[μέλι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. ως κύριο όν.) <i>Μελιτῶδες</i><br />[[προσωνυμία]] της Περσεφόνης, [[επειδή]] οι ιέρειές της και οι ιέρειες της Δήμητρος ονομάζονταν Μέλισσες. | |||
}} | }} |